Γιάννης Γαλάτης: «Εγώ είχα τη δική μου, την ελληνική μόδα, και την προωθούσα παντού»
O Γιάννης Γαλάτης μιλά για την καριέρα του. Πότε αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μόδα;
«Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην Αθήνα, στην πλατεία Αμερικής, και τα καλοκαίρια πηγαίναμε στη Μύκονο. Oταν έγινα 16 χρόνων, είπα στη μητέρα μου ότι ήθελα να πάω στο νησί, να γίνω πλούσιος και διάσημος, και εκείνη μου απάντησε: «Αν σου 'στριψε, να σε πάω στον γιατρό». Πράγματι, πήγα στο νησί κι αυτό που έκανα αρχικά ήταν να μαζεύω βότσαλα και παλιά ξύλα και να τα ζωγραφίζω. Επειδή ντρεπόμουν να τα πουλήσω, τα έδινα σε μια φίλη, τη Νίκη Γαλούνη, και τα πουλούσε εκείνη για μένα. Παράλληλα, για να βγάλω τα προς το ζην, εργαζόμουν ως ταμίας στο εστιατόριο του Μαδούπα, αλλά έκανα κι άλλες δουλειές, όπως να μαζεύω χόρτα και να τα δίνω σε μια γριούλα να τα πουλάει και να μοιράζομαι μαζί της τα κέρδη. Επίσης, επειδή μιλούσα αγγλικά και γαλλικά, έστελνα τους περιηγητές -έτσι έλεγαν τότε τους τουρίστες- να κάνουν βόλτες με ένα συγκεκριμένο καΐκι, του οποίου ο βαρκάρης μού έδινε χαρτζιλίκι. Ακόμη, είχα 15 παιδάκια και τους μάθαινα γαλλικά. Με τα πρώτα χρήματα που πήρα έκανα την παρθενική μου κολεξιόν στο ξενοδοχείο «Λητώ», η οποία έγινε ανάρπαστη. Το μαγαζί μου ήταν μια αποθηκούλα, όπου σε μια βαρκούλα είχα απλώσει τις δημιουργίες μου. Ηταν το καλοκαίρι του 1958 και θα πρέπει να πω ότι η μεγάλη κυρία της δημοσιογραφίας, η Ελένη Βλάχου, μου έκανε την τιμή να γράψει στο περιοδικό «Εικόνες» ένα άρθρο που με εξυμνούσε. «Η σειρά των “τζάμπερ”, που έδειξε ο Γαλάτης, θα μπορούσε να βρει θέση στις σελίδες του πλέον απαιτητικού ξένου περιοδικού μόδας. Από χονδρές πλέξεις σε ζωηρά χρώματα με μεγάλους τολμηρούς γιακάδες και περίεργη κόψη, συνδύαζαν το πρωτότυπο με το πρακτικό και έγιναν ανάρπαστα από τους ξένους» έγραψε, μεταξύ άλλων» τόνισε στην Espresso.
-Τι μοντέλα χρησιμοποιούσες τότε;
«Τότε υπήρχε μια Σχολή Καλών Τεχνών του Ζορζ Πετκό και από εκεί έπαιρνα μοντέλα. Χρησιμοποιούσα ακόμη, και κόρες αριστοκρατικών οικογενειών που ήταν καλλονές, τις λεγόμενες ατθίδες των Αθηνών. Μετά βγήκαν τα διάσημα μοντέλα, η Εφη Μελά και η Αντουανέτα Ροντοπούλου, και τις πήρα σε μια από τις πρώτες επιδείξεις μου -η πασαρέλα έγινε μες στη θάλασσα, μεταξύ Πλατύ Γιαλού και Ψαρούς-, με τη συμβολή του σκηνοθέτη Βασίλη Μάρου.»
-Στα πρώτα σου βήματα πώς διαφήμιζες τη δουλειά σου;
«Οι κράχτες μου ήταν ένα ορφανό γλαράκι, που το μεγάλωσα και το φώναζα «Ελα», αλλά και ένα χελωνάκι, το οποίο είχα βρει στη θάλασσα και το κρατούσα σε μια λιμνούλα έξω από το σπίτι μου. Είμαι πολύ καλός δέκτης με τα ζώα. Μετά πήρα και τον γνωστό πελεκάνο, τον Πέτρο, ο οποίος εμφανίστηκε το 1959-1960 στο νησί και τον αγαπούσαμε όλοι.»
-Λένε ότι είσαι από τους πρώτους που διαφήμισαν τη Μύκονο στα πέρατα της Γης.
«Η αλήθεια είναι ότι όσοι έρχονταν στη Μύκονο -καλλιτέχνες, επιχειρηματίες και άνθρωποι με οικονομική επιφάνεια- τους έπειθα να αγοράσουν σπίτι ή οικόπεδο στο νησί. Ετσι έπεισα την Ξένια Καλογεροπούλου και τον Ευάγγελο Τερζόπουλο και αγόρασαν κτήματα εδώ. Τους καλόπιανα να κάνουν αγορές για να βοηθήσουμε τη Μύκονο, που τότε ήταν ένα φτωχό ξερονήσι. Επίσης, με τις κολεξιόν που παρουσίαζα στο εξωτερικό -Βερολίνο, Λονδίνο και Νέα Υόρκη- διαφήμιζα πάρα πολύ το νησί. Οι συλλογές μου ήταν εμπνευσμένες από την Ελλάδα και είχαν πάντα ελληνικά ονόματα, όπως «Μύκονος», «Θεές του Ολύμπου», «Αίολος», «Φρύνη». Το θεωρούσα προδοσία κατά της χώρας μου να πηγαίνω στο Παρίσι και στο Λονδίνο για να φέρνω τις νέες τάσεις της μόδας. Εγώ είχα τη δική μου, την ελληνική μόδα, και την προωθούσα παντού με μεγάλη ανταπόκριση.»