Γνωστή τραγουδίστρια: «Σήμερα οι άντρες ούτε γυρίζουν να κοιτάξουν τα κορίτσια. Είναι αδιάφοροι»
Ποια γνωστή τραγουδίστρια έκανε αυτές τις δηλώσεις;
Για την καριέρα και τους άντρες μίλησε σε συνέντευξή της η Ελένη Ροδά.
Μπαίνετε στον κινηματογράφο και ξεκινάνε οι ταινίες...
Όταν γύρισα, δούλεψα για λίγο με τον θίασο του Γιώργου Λευτεριώτη που ήταν πρωταγωνιστής του Μουσούρη. Ήταν πολύ όμορφος άντρας. Παράτησα τον Ροντήρη και τότε θα έπαιζα τον ρόλο της Κασσάνδρας και θα πηγαίναμε στην Λατινική Αμερική. Την έχασα, γιατί ερωτεύτηκα τον Λευτεριώτη. Παντρευτήκαμε, κι έναν χρόνο μετά το διαλύσαμε. Μετά πήγα στον θίασο της Βίλμας Κύρου. Παίζαμε το «Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται». Τότε ο μεγάλος θεατρικός επιχειρηματίας Μακρίδης με βάφτισε Ρόδα, γιατί όπως είπε με το άλλο ήταν δύσκολο να με θυμούνται. Στην Θεσσαλονίκη ο Θεοδωράκης είπε ότι τον ενδιέφερε η φωνή μου. Είχε την Μαρία Φαραντούρη, αλλά ήθελε και μια πιο λαϊκή φωνή.
Αυτό δεν είναι λίγο και σαν να θέλεις να σον συμβούν όλα αυτά;
Δεν καταλάβαινα τι, γινόταν! Τα άφηνα όλα στην τύχη. Δεν σκεφτόμουν τι θα γίνει παρακάτω. Το μόνο που σκεφτόμουν κάθε φορά, από τότε που · άρχισα να τραγουδάω, ήταν τα λόγια του πατέρα μου. «Πρόσεχε, όπου και να πας, εκείνο που θα λες πρώτα, είναι τα ένσημά σου». Έτσι πήρα σύνταξη. Ήμουν η μόνη τραγουδίστρια που μου κολλούσαν ένσημα. Μεγάλη η κουβέντα τον πατερά σας. Όταν μάθανε όλοι ότι πήγα στην δραματική σχολή πέσανε πάνω στην μητέρα μου και της λέγανε «Κυρά Κούλα δεν ντρέπεσαι; Μια κόρη και την στέλνεις να γίνει θεατρίνα;» Σκοτώθηκαν οι γονείς μου και δεν μιλούσαν για δυο χρόνια. Ο πατέρας μου όμως ήταν αλλιώς. Ήθελε το παιδί του να κάνει αυτό που θέλει. Μου είπε μόνο να προσέχω, γιατί μπαίνω σε έναν περίεργο κόσμο.
Ο κινηματογράφος πώς μπαίνει στη ζωή σας;
Ο Δημόπουλος με πήρε κι έπαιξα στην «Αστέρω» με την Βουγιουκλάκη. Μετά τον Θεοδωράκη, το 1967, γύρισε την «Τρούμπα» όπου τραγουδούσα το «Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες», ένα τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μάνου Λοίζου.
Συνεχίσατε με τον Θεοδωράκη;
Όχι, γιατί έγινε Δικτατορία. Μετά μπήκα στις μπουάτ της Πλάκας.
Τα μπουζούκια ήρθαν πιο μετά;
Το 1967 ήρθε ο Κουβελογιάννης και με ρώτησε αν ήθελα να δουλέψω στα μπουζούκια. Είπα «Δε βαριέσαι, πάμε». Με πήγε στον Μιχαηλίδη, στα Δειλινά. Με ρώτησαν ποιο, τραγούδι θα πω και απάντησα την Φραγκοσυριανή, γιατί είχα πολλές σχέσεις με τον Βαμβακάρη. Ο μαέστρος είπε πως δεν κάνω, αλλά ο Μιχαηλίδης με κράτησε, γιατί με είδε νόστιμο κοριτσάκι. Εκεί τραγούδησαν Μοσχολιού, Ξανθόπουλος και Κόκκοτας. Ο Κόκκοτας μόλις είχε κάνει τα σουξέ του. Εκεί με άκουσε ο Λαμπρόπουλος κι έκανα έναν δίσκο Μούτσης-Γκάτσος.
Κανένας μεγάλος ερωτάς;
Οι έρωτες έρχονται και παρέρχονται. Σαν κορίτσι είχα τα φλερτ μου, Μου άρεσε που με κυνηγούσαν. Ήταν όμως άλλη εποχή. Οι άντρες υπολόγιζαν τις γυναίκες. Κατέβαινα από το λεωφορείο και κάποιος βρισκόταν να με πάρει από πίσω. Τότε είχαν βγει οι πύραυλοι και όλοι μεταχειρίζονταν αυτή τη λέξη και σου λέγανε «Κορίτσι μου πύραυλος είσαι;» Μέχρι να φτάσω στη Σχολή, είχα πέντε ή έξι άντρες πέσω μου. Φορούσα κάτι κολλητά ρούχα και γόβες με έντεκα πόντους τακούνι, μια αλογοουρά μέχρι τη μέση και κουνιόμουν. Παιδί ήμουν. Γιατί τότε και στα είκοσι, παιδί ήσουν. Εμείς ειδικά από την επαρχία, ήμασταν αγνοί. Λέγανε λέξεις που τώρα λέγονται κάθε μέρα και δεν τις καταλάβαινα. Τότε, όποια γυναίκα, κι αν έβγαινε έξω, κάποιος βρισκόταν να την πάρει από πίσω και προσπαθούσε να της μιλήσει. Σήμερα οι άντρες ούτε γυρίζουν να κοιτάξουν τα κορίτσια. Είναι αδιάφοροι.
Πηγή: ΧΑΙ