Η ανατριχιαστική περιγραφή του Καρουσάκη για την παραγγελιά του Κοεμτζή: «Το αίμα έτρεχε ποτάμι»
Ένας από τους πρωταγωνιστές της αθηναϊκής νύχτας δίνει τον δικό του ορισμό για το «σκυλάδικο» και διηγείται τι συνέβη το μοιραίο βράδυ που τρία άτομα τραυματίστηκαν θανάσιμα για μια παραγγελιά.
Ο Κώστας Καρουσάκης, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές της αθηναϊκής νύχτας για περισσότερες από δύο δεκαετίες. Από το μαγαζί του, που άνοιξε το '74 στις Τζιτζιφιές, πέρασαν πολλά μεγάλα ονόματα της εποχής, αλλά και νέοι τραγουδιστές που αργότερα έγιναν φίρμες.
Το όνομα του συνδέθηκε άρρηκτα με αυτό του Νίκου Κοεμτζή: ήταν ο Καρουσάκης που τραγουδούσε το μοιραίο βράδυ στο νυχτερινό κέντρο όταν ο Κοεμτζής τραυμάτισε θανάσιμα τρία άτομα για μια παραγγελιά, συγκλονίζοντας το πανελλήνιο. Αυτή ωστόσο δεν είναι η μοναδική ενδιαφέρουσα ιστορία για την οποία ο γνωστός λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός καταθέτει τη δική του μαρτυρία. Ο Καρουσάκης, που δούλεψε στα περισσότερα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας του ‘70 και του ‘80, συνεργάστηκε με πασίγνωστους τραγουδιστές της εποχής και είδε να σπάνε στα πόδια του χιλιάδες πιάτα, έχει να αφηγηθεί πολλά ακόμα
Από τα δικά μου, το μεγάλο μου σουξέ ήταν το «Βάλε μου να πιώ» που έλεγε «Αυτή η γυναίκα θα 'ναι το φινάλε, μου/Βάλε να πιώ και ξανάβαλε μου». Όταν το τραγουδούσα γινόταν πανικός! Στο δεύτερο μέρος έκαναν παραγγελιές. Οι περισσότεροι ζητούσαν παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα.
Για μια τέτοια παραγγελιά έγινε και ένα από τη πιο άγρια φονικά στην ιστορία της αθηναϊκής νύχτας και εσείς ήσασταν αυτόπτης μάρτυρας... Τι θυμάστε από εκείνη τη νύχια;
«Αυτή η νύχτα δεν ξεχνιέται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ήταν Φλεβάρης του ‘73, Απόκριες, Σάββατο βράδυ, στο μαγαζί («Νεράιδα της Αθήνας» στην Κυψέλη) δεν έπεφτε καρφίτσα. Τελείωνα το πρώτο μέρος του προγράμματος μου όταν κατέφθασε μια παρέα έξι ατόμων. Τρεις άνδρες, τρεις γυναίκες. Εκατσαν μπροστά αλλά γωνία, δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στα καμαρίνια. Κάποια στιγμή ο αδελφός του Κοεμτζή μου ζητάει να τραγουδήσω τις «Βεργούλες» του Βαμβακάρη. Εγώ αρχικά έκανα το κορόιδο. Στο μεταξύ βλέπω τις γυναίκες της παρέας να φεύγουν και να μένουν μόνο οι άντρες. Δεν του άρεσε αυτό...Ο Κοεμτζής επέμενε: «Παίξε τις "Βεργούλες" να χορέψει ο αδελφός μου» μου λέει.
«Δεν το ξέρω το τραγούδι» του απαντώ εγώ για να τον αποφύγω. Επειδή όμως είδα την επιμονή του, παρακάλεσα τον Τάκη Αθανασιάδη, που δουλεύαμε μαζί, να το πει. Φυσικά δεν ήταν καθόλου, εύκολο να κατεβάσουμε τόσο κόσμο από την πίστα. Ανέβηκε να χορέψει ο αδελφός του Κοεμτζή και μαζί χόρευαν κι άλλοι. Άκουσα τις φωνές, κοίταξα να δω τι συμβαίνει και τον είδα να έχει βγάλει ένα μαχαίρι και να καρφώνει κόσμο...
Στην πίστα το αίμα έτρεχε ποτάμι. Βγαίνοντας εγώ προς τα έξω, με σπρώχνει ένας φίλος μου στην άκρη για να με προστατέψει γιατί ο Κοεμτζής φώναζε: «Πού είναι ο Καρουσάκης να τον σφάξω...».
Μετά το περιστατικό και εσείς και ο κόσμος δεν νιώθατε ανασφάλεια, φόβο;
«Το αντίθετο. Μια δυο μέρες μετά που ξανανοίξαμε το μαγαζί ήταν γεμάτο. Εμείς θέλαμε να δουλέψουμε κι ο κόσμος ερχόταν να δει το μέρος όπου έγινε το φονικό», περιγράφει ο ίδιος στο Έθνος.