Φαίδων Γεωργίτσης: Τα φλερτ, οι γάμοι του και το ψευδώνυμο «Τζέιμς Ντιν»
Έφυγε από το ζωή ο «γόης» του Ελληνικού κινηματογράφου, Φαίδων Γεωργίτσης σε ηλικία 80 ετών.
Έφυγε αφήνοντας πίσω του μια τεράστια κινηματογραφική κληρονομία, πολλές σπουδαίες θεατρικές επιτυχίες και πληθώρα φωτογραφιών από την ζωή του, από τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή», το 1960 μέχρι τις κορυφαίες του κινηματογραφικές του ταινίες «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Νύχτα γάμου», «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και πολλές ακόμη.
Ο πατέρας του, αξιωματικός του Ναυτικού, αυστηρός αλλά και με κρυφές ευαισθησίες που φρόντιζε να εκδηλώνει γράφοντας χρονογραφήματα σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Η μητέρα του, Μαρία, μια τρυφερή, όμορφη γυναίκα, ήρθε από τη Σμύρνη με τον ξεριζωμό του 1922. Σε εκείνη οφείλει το σχήμα των ματιών του και στη γιαγιά του το χρώμα τους, που αργότερα θα μάγευε πλήθος κόσμου.
Δεν του είχαν βγάλει λοιπόν τυχαία το παρατσούκλι «Τζειμς Ντιν» κι εκείνος γινόταν έξαλλος με αυτό καθώς ήταν θαυμαστής του Μάρλον Μπράντο.
«Όταν διάβαζα ότι ο Ντιν ήταν ο διάδοχος του Μπράντο ή ότι θα τον ξεπερνούσε, γινόμουν έξαλλος. Είχα πει τόσα, που όταν σκοτώθηκε σχεδόν ένιωσα ενοχές. Για να εξιλεωθώ πήγα στο Παλλάς , για να τον δω στα Ανατολικά της Εδέμ. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σε κινηματογράφο», είχε δηλώσει. Η πρώτη του γυναίκα ήταν η Μπέτυ Αρβανίτη, ενώ η δεύτερη σύζυγός του ήταν μοντέλο της Chanel με την οποία απέκτησε και δύο παιδιά. Έχει ένα εγγονό από το γιο του.
Τα φλερτ πολλά και με γυναίκες που άφησαν εποχή, ανάμεσα στις οποίες η Αλίκη, η Τζένη και η Ζωή. «Η Τζένη ήταν κοσμική κυρία, η Αλίκη ήταν το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Τη ζωή μου θα μπορούσα να τη ζήσω με την Αλίκη. Υπήρξε ένα φλερτ αλλά κινδύνευα να γίνω κύριος Βουγιουκλάκης και δεν ήθελα. Ήθελα να παραμείνω ο κύριος Γεωργίτσης», είχε πει.
Ο ίδιος είχε μιλήσει μάλιστα για τη Ζωή Λάσκαρη, λίγο μετά το θανστο της, σε αφιέρωμα του περιοδικού Down Town.
Εκεί ο Γεωργίτσης παραδέχτηκε πως ήταν τόσο πολύ γοητευμένος από την ομορφιά της που σε κάθε «ερωτική» σκηνή που είχε μαζί της, επεδίωκε να τη φιλά όλο και περισσότερο. «Ήταν πάντα πολύ τυπική και πειθαρχημένη. Γνωριστήκαμε το 1963, στον Ίλιγγο. Εγώ τότε ήμουν 24 χρονών και η Ζωή μόλις 20. Στην πρώτη γνωριμία μας, μου δίνει το χέρι λέγοντάς μου: “Χαίρω πολύ” και μου σκάει ένα τεράστιο χαμόγελο. Αυτό ήταν, μαγεύτηκα. “Τι κορίτσι είσαι εσύ;” της λέω και από εκείνη τη στιγμή και έπειτα σε κάθε ερωτική σκηνή προσπαθούσα να τη φιλήσω για όσο περισσότερο γινόταν. Το είχαν καταλάβει οι τεχνικοί και με πείραζαν. Στο γύρισμα λέγαμε μεταξύ μας ότι ήταν η θεά Άρτεμις, γιατί το κορμί της θύμιζε άγαλμα. Την ίδια δεν την ενδιέφερε αν την ήθελαν όλοι οι άντρες. Την ενδιέφερε να τη θέλει ένας, εκείνος που ήταν κάθε φορά ερωτευμένη. Θυμάμαι έλεγε συχνά ότι ήθελε να μοιάσει στη Μελίνα Μερκούρη. Τη θαύμαζε για την κορμοστασιά, το περπάτημα και την ντομπροσύνη της. “Κοίτα την πώς περπατά. Σαν πέρδικα” μου έλεγε για εκείνη».