«Την τελευταία φορά που είδα την Αλίκη ήταν στο νοσοκομείο. Μου είπε ‘γιατί να πεθάνω’»
Από τις 23 Ιουλίου του 1996 που «έφυγε» από τη ζωή μόνο οι ταινίες της έχουν απομείνει για να μας θυμίζουν τη λαμπρή καριέρα της.
Ωστόσο φίλοι και συνεργάτες έχουν ακόμη ζωντανές στη μνήμη τους τις στιγμές που έζησαν μαζί της.
Για την Αλίκη Βουγιουκλάκη μίλησε η Δέσποινα Στυλιανοπούλου στο περιοδικό Down Town Κύπρου.
«Ο Ιούλιος είναι ένας “πικρός” μήνας. Τον Ιούλιο είχε τα γενέθλιά της η Αλίκη, τον ίδιο μήνα έφυγε. Κατά τη διάρκειά της παραμονής της στο Ιατρικό Κέντρο, ζητούσε επίμονα από τους δικούς της, να την πάνε στον Θεολόγο να δει το ηλιοβασίλεμα από το σπίτι της. Εγώ γνώρισα μαζί της το χωριό όταν κάναμε τα γυρίσματα για την ταινία “Η αγάπη μας”.
Την Αλίκη τη γνώρισα σε μια περίοδο που ήμουν πολύ πικραμένη, στενοχωρημένη, γιατί μόλις είχα χάσει τη μητέρα μου. Εκείνες τις μέρες δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον παραγωγό, Τάκη Μακρίδη, του “Θεάτρου Κεντρικόν”, για να μου προτείνει να συνεργαστώ μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Νόμιζα πως θα μου έπεφτε το τηλέφωνο από το χέρι! Μέσα στον προσωπικό μου πόνο, μου χάρισε την αγάπη και τη φιλία της, δίνοντάς μου παράλληλα την ευκαιρία, να συνεργαστούμε στο έργο “Αχ, αυτή η γυναίκα μου”. Αυτός ο ρόλος με καθιέρωσε και συνεργαστήκαμε για πολλές ακόμα σεζόν μαζί.
Ήμασταν σιαμαίες. Ήξερα τα πάντα της. Η Αλίκη ήταν ένας προβολέας όπου έμπαινε μέσα, φώτιζε! Πιστεύω ότι η Αλίκη είχε το φως μέσα της! Ήταν εργασιομανής, τελειομανής, ήταν για ώρες -θυμάμαι- στα γυρίσματα της ταινίας “Αχ, αυτή η γυναίκα μου”, κάτω από καταρρακτώδη βροχή κι έλεγε “συνεχίστε το γύρισμα” – η περίφημη σκηνή με το ταξί. Και μετά έμπαινε στο σπίτι βρεγμένη!
Νομίζω πως η Αλίκη ήταν λίγο ανασφαλής. Και το λέω για πρώτη φορά. Για ό,τι έκανε, ρωτούσε τους πάντες “πώς σου φάνηκε αυτό;”. Ήταν ένα λαμπρό κορίτσι, ένας άνθρωπος που θα μείνει στην ιστορία. Για πολλά χρόνια ακόμα, κοριτσάκια θα την αντιγράφουν, για να γίνουν σαν εκείνη.
Να, τώρα που μιλάμε για την Αλίκη, με πήρε η Ροζίτα Σώκου και μου θύμισε ότι όταν η Αλίκη έπαιξε τη “Φιλουμένα” δεν πήγε καλά η παράσταση, γιατί την είχαν συνηθίσει ως ένα νιαου-νιάου κορίτσι και όχι ως μια καστανή μεσήλικη γυναίκα. Είχε πολλά δραματικά στοιχεία η Αλίκη, αλλά δεν την άφησαν ν’ αγιάσει... Γιατί “δεν έπρεπε να αλλάξει τον τύπο της”.
Μετά από κάθε παράσταση, πηγαίναμε με τους φίλους ηθοποιούς στο σπίτι της, στην οδό Στησιχόρου 3. “Εσύ στην κουζίνα, ψίψινα, κι εγώ θα στρώσω τραπέζι”, μου έλεγε. Συνήθιζε να με φωνάζει “Ψιψίνα” και, όσοι μας άκουγαν, κοίταγαν να δουν μια ψίψινα (γελάει). Τις Δευτέρες που είχαμε ρεπό, συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στον Θεολόγο, οι δυο μας. Κάναμε μπάνιο, πηγαίναμε για ψάρι σε ταβερνάκια, λέγαμε ιστορίες και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια.
Την τελευταία φορά που την είδα ήταν στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Καθώς με είδε, μου κάνει την ερώτηση: “Ψιψίνα μου, γιατί να πεθάνω;”, απαντώντας της “εσύ δεν θα πεθάνεις ποτέ!”. Εκείνη την ώρα μπαίνει ο γιατρός, ρωτώντας την αν ήθελε κάτι άλλο, και η Αλίκη είπε αποφασιστικά: “Ναι, γιατρέ, θέλω να ζήσω!”...».