Νίκος Σταυρίδης: Ζωή σαν παραμύθι – Όσα δεν ξέρετε για τον αείμνηστο ηθοποιό
O Νίκος Σταυρίδης γεννήθηκε το 1910 στο Βαθύ της Σάμου μέσα σε φτωχή και πολύτεκνη οικογένεια. Ως το δεύτερο παιδί της φαμίλιας, πιάνει από πολύ νωρίς δουλειά στο μπακάλικο του πατέρα του, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στις δυσκολίες της καθημερινής επιβίωσης.
Μοναδική διέξοδος από την καταραμένη φτώχεια, το θεατρικό σανίδι, στο οποίο ανέβηκε ο μικρός Νίκος ήδη από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, πρωταγωνιστώντας στις σχολικές παραστάσεις. Αλλά δεν έμεινε εκεί, καθώς έκανε ό,τι μπορούσε για να σπάσει λίγο η μουντάδα της καθημερινότητας: ασχολούνταν με τον στίβο και το άλμα επί κοντώ, δούλευε σε κινηματογράφο ως βοηθός του μηχανικού προβολής έψελνε στην εκκλησία και έστηνε παραστάσεις θεάτρου σκιών σε όλη τη Σάμο! Αν και το μεγάλο-μικρόβιο παρέμενε πάντα η υποκριτική, ο έρωτας για την οποία αυξανόταν όσο μεγάλωνε.
Το φτωχόπαιδο από τη Σάμο κατέβηκε στην Αθήνα το 1928 κυνηγώντας το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Πιάνει αμέσως δουλειά σε μια αποθήκη υλικού πολέμου στον Πειραιά, στην οποία πήγαινε μάλιστα με τα πόδια από τη φτωχοσυνοικία της Αθήνας όπου διέμενε. Η θέση του ήταν να ταιριάζει τις αρβύλες κατά μέγεθος και το πενιχρό μεροκάματο έφτανε ίσα ίσα για ένα ξεροκόμματο. Όλα όμως θα άλλαζαν όταν θα έβρισκε το κουράγιο να περάσει την πόρτα θεάτρου για να δοκιμαστεί όχι στην υποκριτική αλλά στο τραγούδι! Έμπνευση του ο Βασίλης Αυλωνίτης, τον οποίο είδε ένα βράδυ του 1928 σε μια παράσταση.
Ο Σταυρίδης δεν είχε κωμική φάτσα, όπως σημείωναν με νόημα οι σκηνοθέτες και οι και οι παραγωγοί, είχε όμως φωνή τενόρου και μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι. Κι έτσι μια μέρα που περνούσε έξω από το θέατρο που είχε δει τον Αυλωνίτη και άκουσε τον θίασο να κάνει πρόβα, όρμησε μέσα και ζήτησε με θάρρος και θράσος από τον μαέστρο να τον δοκιμάσει στο τραγούδι! Το ξέρεις αυτό το τραγούδι; ρώτησε ο μαέστρος. -Το ξέρω.
-Σε τι τόνο το τραγουδάς; -Πιάσε όποιο τόνο θέλεις. Εν τω μεταξύ, ο Αυλωνίτης κι ένας άλλος πρωταγωνιστής της εποχής, ο Μακριδάκης, ήρθαν κοντά του να του κάνουν πλάκα γιατί νόμισαν πως ήταν «ψώνιο». Μόλις όμως άρχισε να τραγουδάει «με φωνή τενοράλε» τους κόπηκε κάθε διάθεση για πλάκα. Από την επόμενη, ο Σταυρίδης άρχισε να συμμετέχει στις παραστάσεις. Στον πρώτο του ρόλο έκανε τον λούστρο που έβαφε τα παπούτσια του Αυλωνίτη. Μόλις τελείωνε το βάψιμο, έβγαζε απ' το κασελάκι του ένα χαρτόσημο των 30 λεπτών κι αφού το σάλιωνε, το κολλούσε στο παπούτσι του Αυλωνίτη. «Μία το βάψιμο, τριάντα το χαρτόσημο, μία και τριάντα», έλεγε σατιρίζοντας την τότε κυβέρνηση που έβαζε σε όλα φόρους μέσω χαρτόσημων.
Πέρασε όμως αρκετός καιρός χωρίς να καταφέρει να κερδίσει κάποιο μεγάλο νούμερο και πώς να κερδίσει αφού εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν στην επιθεώρηση ονόματα όπως ο Κόκκινης, ο Μακρής, ο Κυριάκος και ο Μαυρέας. Όμως η Άννα Καλουτά, μέσα στο πλήθος των άσημων και δεύτερων ηθοποιών, αντιλήφθηκε πως εκείνος ο νεαρός με τη γαμψή μύτη, την πονηρή ματιά και τη σβέλτη κίνηση ήταν ο κατάλληλος για να κάνει ένα νούμερο μαζί της: «Χέστηκα απ' τη χαρά μου. Οι Καλουτάδες ήταν τότε πρωταγωνίστριες και μεγάλες βεντέτες», είπε χρόνια αργότερα ο Σταυρίδης για την τρισευτυχισμένη αυτή στιγμή της καριέρας του. «Κοροϊδεύετε, κυρία Καλουτά;» τη ρώτησε ο συνεσταλμένος νεαρός, για να εισπράξει μια απάντηση στην οποία δε νχωρούσε αμφιβολία ότι η Καλουτά το εννοούσε. Το σκετσάκι έγινε μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε τον Σταυρίδη στην πρώτη γραμμή της ελληνικής επιθεώρησης.
Πηγή: Το καρφί