Χρίστος Αντωνιάδης: Τα παιδικά του χρόνια, το τραγούδι και η αντίρρηση της μητέρας του (photos)
Ο Χρίστος Αντωνιάδης αποφάσισε να γίνει τραγουδιστής, αλλά η μητέρα του δεν ήταν σύμφωνη με αυτό.
Μπορεί οι γονείς του να ήταν κομμωτές, αλλά εκείνον τον κέρδισε το τραγούδι. Μάλιστα, όταν ξεκίνησε να εργάζεται σε νυχτερινά κέντρα δεν ήξερε πως πρέπει να συμπεριφέρεται πάνω στη πίστα.
Χρίστο, τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;
«Γεννήθηκα στη Νέα Iωνία και μεγάλωσα στην πλατεία Βικτωρίας. Όπως όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης, παίζαμε στις αλάνες. Τους δρόμους τους κάναμε ποδοσφαιρικά γήπεδα. Τελειώνοντας το σχολείο αποφοίτησα και από το Εθνικό Ωδείο. Τότε ήταν, θυμάμαι, που άρχισε να με «τσιγκλάει» και το τραγούδι»
Τα πρώτα σου ακούσματα ποια είναι;
«Άκουγα τα πάντα εκείνη την εποχή. Αλλά με είχε συναρπάσει η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη. Στην πορεία όμως, σκαλίζοντας τους δίσκους του πατέρα μου, ανακάλυψα και τον Φρανκ Σινάτρα»
Πότε συνειδητοποίησες ότι θες να γίνεις τραγουδιστής;
«Καλή ερώτηση. Πάντα μου άρεσε να είμαι ο διασκεδαστής της παρέας. Μέσα σε αυτά τα ακούσματα που προείπα ξέχασα να σου αναφέρω τον Χάρρυ Κλυνν. Μεγάλο όνομα, όλα τα χρόνια. Για εμάς τους νεότερους ήταν πρότυπο. Θυμάμαι ότι αντιγράφαμε όλα τα παιδιά τους σατιρικούς του δίσκους και τις κασέτες, και μετά τον μιμούμασταν. Κάναμε αστεία με τα τραγούδια του και γελούσαμε. Μάλιστα, κάποια στιγμή, για να του μοιάσω, είχα πάρει ένα ξύλο από ξυλουργείο, έδενα το σχοινί του απλώματος για τα ρούχα και το έκανα μικρόφωνο, όπως έβλεπα στην τηλεόραση. Έτσι, πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να είμαι το επίκεντρο της παρέας»
Οι γονείς σου ήταν κομμωτές στο επάγγελμα. Δεν σκέφτηκες να ακολουθήσεις τα βήματα τους;
«Το σκέφτηκα και το παρασκέφτηκα, αλλά με κέρδισε το τραγούδι. Κάποια στιγμή ήμουν μέλος σε συγκρότημα, κομπανία. Με ρεμπέτικα, λαϊκά, μέχρι και ροκ εν ρολ λέγαμε. Εγώ έπαιζα αρμόνιο στο συγκρότημα αυτό. Ωσπου την τελευταία βραδιά σηκώνομαι, παρατάω το αρμόνιο και αρχίζω να τραγουδάω Καζαντζίδη. Μετά βρήκα ταβέρνες και κέντρα, και κάπως έτσι ξεκίνησα»
Υπήρχαν αντιδράσεις από τους γονείς σου;
«Από τη μητέρα μου κυρίως. Ήθελε να σπουδάσω και να κάνω κάτι πιο συμβατικό. Γιο πολλά χρόνια αγωνιζόμουν να την πείσω ότι δεν είναι ουρανοκατέβατο το τραγούδι αλλά θα το κάνω για πάντα, ως επάγγελμα. Πείστηκε όταν πήρα τον πρώτο χρυσό δίσκο έπειτα από χρόνια. Ξυπνούσε τα χαράματα και με περίμενε να γυρίσω σπίτι. Και άρχιζε «Εγώ μεγάλωσα γιο για να ξενυχτάει καινό γυρνάει χαράματα. Αν είναι δυνατόν». Και πολλά άλλα τέτοια»
Η πρώτη σου εμπειρία μπροστά στο κοινό;
«Ως νέος επαγγελματίας, όλα ήταν πολύ πρωτόγνωρα για μένα. Δεν ήξερα ούτε από λουλούδια ούτε από σαμπάνιες, τίποτα. Όλα τα ανακάλυψα την πρώτη εβδομάδα στο νυχτερινό κέντρο. Θυμάμαι μου έστελνε ο κόσμος λουλούδια και εγώ, αντί να τους πετάω μερικά ως ευγνωμοσύνη, υποκλινόμουν. Ένας μόνιμος θαμώνας μου πετούσε κάθε βράδυ πολλά καλάθια. Και εγώ υποκλινόμουν. Μία, δύο, τρεις, με πιάνει το αφεντικό και μου λέει: «Δεν θα υποκλίνεσαι, θα πετάς και μερικά ως ευγνωμοσύνη». Και έτσι έμαθα τα κατατόπια» είπε στην espresso.