Ο Δελαπόρτας διηγείται: Το λουμπάγκο της Ρένας, τα δάκρυα της Αλίκης και ο Βέγγος ο... Ριψοκίνδυνος!
Κυκλοφορεί ήδη το νέο βιβλίο που υπογράφει ο Μάκης Δελαπόρτας με τίτλο Τα backstage του ελληνικού σινεμά και στο οποίο ο ίδιος διηγείται απίθανες ιστορίες με πρωταγωνιστές τα μεγαλύτερα αστέρια της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου!
Διαβάστε την υπέροχη διήγηση του Μάκη Δελαπόρτα, έτσι όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΚ:
Πάντα με γοήτευαν οι ιστορίες πίσω από τις κάμερες. Από τότε που πιτσιρικάς σκαρφάλωνα στον μαντρότοιχο του θερινού σινεμά της γειτονιάς μου κι
έβλεπα εκστασιασμένος έναν ολόκληρο κόσμο να κινείται μπροστά μου και
να δίνει ζωή στα όνειρά μου, μέχρι και σήμερα που η καλή μου τύχη με έφερε
κοντά σε αυτό τον παραμυθένιο κόσμο και έμαθα πλέον από τους ίδιους τους
ήρωες τα άγνωστα περιστατικά από τα παρασκήνια των γυρισμάτων τους. Τι
υπέροχες αφηγήσεις και τι αξέχαστες βραδιές πέρασα κοντά σε όλους αυτούς τους μυθικούς ηθοποιούς, που ήταν μέρος του δικού μου ονείρου, να μου διηγούνται -ως άλλοι παραμυθάδες- τα παρασκηνιακά τους «κατορθώματα», άλλοτε γλαφυρά και χαριτωμένα κι άλλοτε με τρόπο συγκινητικό και δακρύβρεχτο.
Πόσες φορές δεν είδα την Αλίκη, τη Ρένα, τον Δημήτρη, τη Μάρθα και τη Μαίρη να συγκινούνται, να νοσταλγούν και να ξεκαρδίζονται στα γέλια με τις γκάφες και τα απρόοπτα των γυρισμάτων τους. Γιατί πίσω από τα λαμπερά φώτα, τα μικρόφωνα, τις κλακέτες και τις κάμερες έπαιζαν μια άλλη «ταινία», ίσως πιο αληθινή, πιο ανθρώπινη και σίγουρα πιο διασκεδαστική. Αυτές λοιπόν τις μικρές παρασκηνιακές σκηνές που παίζονταν με σβηστά φώτα θέλησα να καταγράψω στο συγκεκριμένο βιβλίο και να σας διηγηθώ τις ιστορίες έτσι όπως τις άκουσα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές ή από τους τεχνικούς και τους σκηνοθέτες που τις ψιθύριζαν μεταξύ τους και διασκέδαζαν πολύ με αυτές.
Το λουμπάγκο της Ρένας
Στις επαγγελματικές της υποχρεώσεις η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν πάντα τυπική. Σπανίως αργούσε ή ακύρωνε γύρισμα. Έπρεπε να υπήρχε πολύ σοβαρός λόγος
για να συμβεί αυτό. Και σοβαρός λόγος για εκείνη βέβαια ήταν να πάει για ψάρεμα ή να κάνει καμιά μονοήμερη εκδρομή για λίγη ξεκούραση. Την εποχή που έκανε τις ταινίες κουραζόταν πάρα πολύ. Δούλευε ασταμάτητα. Περίμενε λοιπόν μια Δευτέρα να ξεφύγει για λίγο εκτός Αθήνας. Κάποια συγκεκριμένη Δευτέρα όμως που ο Δαλιανίδης θα γύριζε το θεαματικό φινάλε από το Ραντεβού στον αέρα εκείνη είχε κανονίσει με κάποιους φίλους της ψαράδες να την πάρουν για ψάρεμα. Ζήτησε έτσι από τον Δαλιανίδη να γίνει το γύρισμα χωρίς την ίδια.
«Δεν γίνεται αυτό, Ρένα μου. Είσαι η πρωταγωνίστρια. Στο φινάλε της ταινίας πρέπει να υπάρχεις" της είπε εκείνος.
«Ωρέ, δεν πειράζει. Ας μην υπάρχω. Σιγά την απώλεια!»,
«Όχι, Ρένα μου, μην επιμένεις. Χωρίς εσένα δεν γίνεται το γύρισμα».
«Καλά, τότε, μπορώ νο καθυστερήσω λίγο;»
«Εντάξει! Καθυστέρησε, αλλά να έρθεις στο πλατό πριν από τη 1.00 το μεσημέρι».
«Καλά, ψυχή μου» του απάντησε εκείνη μουδιασμένα, αφού σκεφτόταν πότε
θα προλάβει να πάει στο ψάρεμα και να τελειώσει γρήγορα για να πάει και στο
γύρισμα.
Η Δευτέρα έφτασε και ο βοηθός του Δαλιανίδη τον ξύπνησε πρωί πρωί για να -
του ανακοινώσει πως η Ρένα είχε ειδοποιήσει πως δεν θα ερχόταν στο γύρισμα
γιατί ήταν άρρωστη.
«Είπε πως είχε πρόβλημα με τη μέση της και πονούσε πολύ. Ήταν διπλωμένη
στο δύο. Μάλλον έπαθε λουμπάγκο».
«Να της πεις πως θο της στείλω εγώ γιατρό» είπε ο Δαλιανίδης «και αν δεν έρθει,
θα της χρεωθεί όλο το γύρισμα».
Είχε καταλάβει πως το λουμπάγκο ήταν απλώς μια πρόφαση.
Μόλις το άκουσε αυτό η Ρένα, πανικοβλήθηκε και αποφάσισε πως έπρεπε να
ξεχάσει οριστικά το ψάρεμα και να πάει για το φινάλε της ταινίας. Διπλωμένη
στα δύο και με δυνατούς πόνους «τάχα», πέρασε την πόρτα του στούντιο και
κατευθύνθηκε στο μακιγιάζ. Τότε πήγε ο Δαλιανίδης στο καμαρίνι και είπε στον
μακιγιέρ:
«Σε παρακαλώ να βάψεις την κυρία Βλαχοπούλου ξαπλωμένη γιατί πονάει».
«Ναι... τώρα σ' έπιασε ο πόνος!» του απάντησε η Ρένα με σβησμένη φωνή.
«Τρελοκερκυραία, άσε τα ψόφια. Δεν θα σε πιστέψω ακόμη και να σε δω να
σέρνεσαι!».
«Εγώ όμως πονάω» είπε η Ρένα και συνέχισε νο βογκάει.
«Καλά, δεν πειράζει. Σήκω τώρα να κάνεις το γύρισμα και μετά ξσναξάπλωσε
και βόγκα όσο θες» της απάντησε εκείνος με νόημα.
Η Ρένα έβαλε τάχα με δυσκολία το μαύρο κορμάκι, πήρε και ένα λευκό
μπουά στο χέρι για το φινάλε και μπήκε μέσα στο πλατό σκυμμένη κρατώντας
τη μέση της.
Γύρισαν τότε και την κοίταξαν όλοι κάπως περίεργα. Η φιγούρα της θύμιζε περισσότερο ηλικιωμένη γυναίκα παρά τη Ρένα με τη λεβέντικη κορμοστασιά της.
Την πλησίασε τότε με τρόπο ο Δαλιανίδης που ήξερε πολύ καλά τα κουμπιά της
και της ψιθύρισε στ' αυτί: «Τρελοκερκυραία, σήκωσε το κεφάλι ψηλά και άσε το θέατρο γιατί όλοι εδώ μέσα θα πουν πως γέρασες πριν την ώρα σου».
«Γέρασα εγώ; Μωρέ, δεν τρώτε όλοι κουτσούλους; Σας την έσκασα!» φώναξε η
Ρένα δυνατά ξεσηκώνοντας το πλατό και όλοι γύρισαν προς το μέρος της. Τότε
εκείνη τίναξε το φτερό προς τα πίσω, σήκωσε ψηλά το κεφάλι και σχεδόν χορεύοντας-ανέβηκε τη σκάλα για νο πάρει τη θέση της για το θεαματικό φινάλε. Ηθοποιοί και τεχνικόί ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, κυρίως από τον τρόπο που η
Ρένα προσπάθησε να το σκάσει από το γύρισμα, σαν τη μαθήτρια που ήθελε να
κάνει κοπάνα μια μέρα από το σχολείο της.
Τα δάκρυα της Αλίκης
Το Δόλωμα ήταν μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες της Αλίκης και γυρίστηκε στη Ρόδο. Όλο το συνεργείο με τους ηθοποιούς είχαν μετακομίσει στο νησί για τα γυρίσματα, που τα συνδύασαν και με διακοπές. Διακοπές βέβαια αλλά με πολύ κοπιαστική δουλειά. Εκτός από την Αλίκη πρωταγωνιστούσαν ο Αλεξανδράκης, ο Βουλγαρίδης, ο Ηλιόπουλος και ο Μπάρκουλης. Κάποια μέρα ήταν να κινηματογραφήσουν μια σκηνή πολύ κουραστική για την πρωταγωνίστρια, που στην ουσία ήταν το φινάλε του φιλμ. Αποφάσισαν να το γυρίσουν στην Καλλιθέα, τη γραφική ροδίτικη τοποθεσία, από τα πιο όμορφα αξιοθέατα του νησιού. Η Αλίκη θα ερχόταν τρέχοντας από το βάθος ενός ανθοστόλιστου διαδρόμου -ο περίφημος διάδρομος με τα ψηφιδωτά και τις βουκαμβίλιες της Καλλιθέας- και θα έπεφτε με δάκρυα και αναφιλητά στην αγκαλιά του Βουλγαρίδη. Ετοιμάστηκαν όλα, οι μηχανές, οι προβολείς, τα μικρόφωνα και το γύρισμα άρχισε: «Μοτέρ».
Τρέχει, τρέχει η Βουγιουκλάκη και φτάνει με δάκρυα στα μάτια έως την αγκαλιά του Βουλγαρίδη. Κι όταν λέμε δάκρυα, δάκρυα. Η Αλίκη δεν δεχόταν να της βάλουν σταγόνες από νερό, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις. Έκλαιγε πραγματικά. Τα δάκρυα τα είχε στο τσεπάκι της. Η σκηνή όμως δεν πέτυχε. Η Αλίκη ήρθε λίγο δεξιότερα από ό,τι έπρεπε να έρθει και ο Καβουκίδης, που ήταν και διευθυντής φωτογραφίας και κάμεραμαν, δεν πρόλαβε να κάνει σωστά το πανοραμίκ.
«Αλίκη μου, η σκηνή πρέπει να ξαναγυριστεί» της είπε.
«Γιατί;».
«Ήρθες πολύ δεξιά».
Σκύλος, όπως πάντα, στη δουλειά της, η Αλίκη δεν είχε καμιά αντίρρηση·
«Να την ξαναγυρίσουμε!».
«Και τι θα γίνει με τα κλάματα;».
«Τι θα γίνει δηλαδή;».
«Θα κλάψεις πάλι;».
«Και βέβαια θα κλάψω» του απάντησε με σιγουριά.
Ξαναστήθηκαν οι μηχανές, άρχισε ξανά την τρεχάλα η Αλίκη, έφτασε κλαμένη
στην αγκαλιά του Βουλγαρίδη, αλλά η σκηνή χάλασε και πάλι. Απάνω στον πιο
τρυφερό εναγκαλισμό της κλαμένης πρωταγωνίστριας με τον συγκινημένο πρωταγωνιστή ακούστηκε από μακριά τα παραπονεμένο γκάρισμα ενός γαϊδάρου.
«Στοπ» είπε ο Σακελλάριος.
Και το γύρισμα της σκηνής ξανάρχισε. Η Αλίκη έτρεξε και πάλι κλαμένη, αλλά
η σκηνή και πάλι δεν πέτυχε. Να μη σας τα πολυλογώ, έξι φορές έγινε εκείνη η
περιβόητη σκηνή και η Αλίκη έτρεξε περισσότερα μέτρα απ' όσα έτρεξε ο Κεντέρης στους παγκόσμιους στίβους. Την τελευταία φορά, τέλος πάντων, όλα πήγαν
καλά. Η σκηνή πέτυχε. Δόξα σοι ο Θεός! Το συνεργείο άναψε τσιγάρο και άρχισαν να προετοιμάζονται για την επόμενη σκηνή. Και τότε ήταν που ήρθε τρομερά στενοχωρημένος ο Καβουκίδης και ψυθίρισε στο αυτί του Σακελλάριου:
«Η σκηνή πρέπει να ξαναγυριστεί.
«Γιατί;».
«Είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φιλμ στη μηχανή».
Όταν το έμαθε αυτό η Αλίκη, άρχισε πάλι να κλαίει. Αυτή τη φορά όμως και
εκτός σεναρίου.
Κούρκουλος, ο λαϊκός ήρωας
Με την ταινία Ορατότης μηδέν, ο Νίκος Κούρκουλος είχε βρεθεί στο απόγειο τπς εμπορικότητας και της δημοφιλίας του. Μια κοινωνική περιπέτεια σε σενάριο και σκηνοθεσία του μετρ του είδους Νίκου Φώσκολου, που ξεπέρασε τα 640.000 εισιτήρια στην πρώτη προβολή της και κατατάσσεται στη δεύτερη θέση της εμπορικότητας στον πίνακα της χρονιάς. Ο Κούρκουλος στο συγκεκριμένο φιλμ υποδυόταν έναν ναυτικό που ήταν ο μοναδικός επιζών ενός ναυαγίου και αποκάλυπτε στη δίκη που έγινε πως η αιτία του ναυαγίου ήταν οι πολλές αβαρίες και η κακή συντήρηση του σκάφους.
Μετά την αυτοκτονία του Γερμανού πλοιοκτήτη, ο ναυτικός βρισκόταν αντιμέτωπος με τους ισχυρούς κληρονόμους του και αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του.
Λέγεται πως σε όλα τα γυρίσματα της ταινίας ο πρωταγωνιστής ήταν φοβερά φορτισμένος, αφού του θύμιζε την τραγική ιστορία του αδελφού του Σπύρου, που είχε χαθεί σε ένα ναυάγιο στα ανοιχτά της Βενεζουέλας. Ιδιαίτερα στη σκηνή όπου
καίει τα υπάρχοντά του και ακούγεται η φωνή του Στράτου Διονυσίου να τραγουδά το θρυλικό Βρέχει φωτιά στη στράτρα μου ήταν απίστευτα συγκινημένος. Επίσης, η εμβληματική πλέον φράση «όχι άλλο κάρβουνο», που έχει γίνει λαϊκό ρητό,
είχε έντονες επιρροές από τον τραγικό θάνατο του αδελφού του, αφού κι εκείνο το σενάριο είχε να κάνει με ένα στημένο ναυάγιο. Ο ίδιος σε συνέντευξη του είχε πει: «Μου αρέσει πάρα πολύ ο μονόλογος του ηρώα στην ταινία, στη σκηνή του
δικαστηρίου, όπου λέει "όχι άλλο κάρβουνο", γιατί ήταν στιγμές που ταξίδεψα, έφυγα από τον εαυτό μου, δεν ήμουν ο Νίκος, ήμουν ο ήρωας του συμβάντος, το έζησα ως ηθοποιός".
Και ως σπουδαίος ηθοποιός ο Κούρκουλος κατάφερε νο προσδώσει δραματική σημασία στη φράση αυτή, κάτι που ελάχιστοι ηθοποιοί θα μπορούσαν να κάνουν. Στο Ορατότης μηδένο Κούρκουλος αφέθηκε πια στα έμπειρα χέρια του Νίκου Φώσκολου και δημιούργησε μια από τις πιο σημαντικές του κινηματογραφικές εμφανίσεις. Ήταν αναμφίβολα ο πιο τολμηρός, ο πιο ριψοκίνδυνος ηθοποιός του Φώσκολου, και αυτό βέβαια άρεσε στον σκηνοθέτη, όμως όταν είχε μια επικίνδυνη σκηνή μαζί του, τον κυρίευε ένα τρομερό άγχος. Γιατί ο Κούρκουλος δεν άκουγε κανέναν. Ήθελε να βγει η σκηνή όσο πιο αληθινή γινόταν. Για αυτό και δεν ήθελε κασκαντέρ.. Ήθελε ακόμα και τις πιο δύσκολες σκηνές να τις γυρίζει μόνος του μία, δύο και τρεις φορές. Στην ταινία είχε μια σκηνή όπου έπρεπε να πέσει στη θάλασσα και να έρθει ένα ελικόπτερο από πάνω να ρίξει ένα σκοινί και να τον ανεβάσει. Είχαν ακροβολιστεί πέντε κάμερες με τηλεφακούς σε σκάφη γύρω από το σημείο όπου θα γυριζόταν η επικίνδυνη σκηνή. Το Λιμενικό είχε πει τόσο στον πρωταγωνιστή όσο και στον σκηνοθέτη ότι εκείνο το σημείο ήταν το πιο επικίνδυνο, γιατί από εκεί περνούσαν πλοία και πετούσαν τρόφιμα στη θάλασσα και μαζεύονταν σκυλόψαρα. Ο Κούρκουλος αψήφησε τον κίνδυνο και έπεσε στη θάλασσα. Το ελικόπτερο όμως όταν ήρθε από πάνω του δημιούργησε δίνη και το νερό του χτυπούσε βίαια το πρόσωπο. Ο Κούρκουλος, μετά από τρεις απόπειρες, κατάφερε να πιαστεί από το σκοινί και έτσι να τον ανεβάσει το ελικόπτερο.
Κάποια άλλη μέρα είχαν γύρισμα πάλι για τηνίδια ταινία και ο Φώσκολος είχε
ιδιαίτερη ανησυχία. Ο ίδιος μου είχε διηγηθεί: «Σ' ένα νυχτερινό που είχα προγραμματίσει να το γυρίσουμε στα ναυπηγεία, είχα αγωνία γιατί ο Κούρκουλος
έπρεπε να κάνει τον μεθυσμένο και να περπατήσει σχεδόν στο χείλος από κάτι
σωλήνες, που από κάτω υπήρχε ένα χάος πενήντα μέτρων. Βέβαια τον έβαλα να περπατήσει πέντε μέτρα πιο μέσα από το χείλος, αλλά με την κάμερα, έτσι
όπως θα τραβούσαμε τη σκηνή, θα φαινόταν πως περπατούσε στην άκρη. Λέω "γυρίζουμε, ξεκινάμε" και ξαφνικά βλέπω τον Κούρκουλο να ζυγώνει ολοένα
προς το χείλος του χάους. Μου κόπηκε η ανάσα. Πάγωσε το αίμα μου. Όμως πώς να τον σταματήσω; Με το παραμικρό μπορούσε να τρόμαζε και να έπεφτε. Έκανα τον σταυρό μου και τον άφησα να συνεχίσει. Όταν είπα "στοπ", ήρθε η καρδιά μου στη θέση της. Ευτυχώς η σκηνή πέτυχε με το πρώτο».
Η ταινία άρεσε πολύ και ήταν η εμπορικότερη ταινία στη φιλμογραφία του.
μεγάλου πρωταγωνιστή. Συμπρωταγωνίστριά του άλλη μια φορά η Μαίρη ,
Χρονοπόύλου, με την οποία εκτός από συνάδελφοι είχαν γίνει και κουμπάροι, αφού μαζί με τον Φίνο είχε βαφτίσει τον μικρό Άλκι (Άλκις Κούρκουλος). Στην ταινία έπαιζαν ακόμη οι Μάνος Κατράκης, Σπύρος Καλογήρου,
Άγγελος Αντωνόπουλος, Ζώρας Τσάπελης, Νίκος Γαλανός, Γιάννης Αρ-
,γύρης, Άννα Βαγενά, Τζένη Ζαχαροπούλου, Βαγγέλης Καζάν. Η μουσική
ήταν του Μίμη Πλέσσα. Η πρώτη προβολή σε Αθήνα και Πειραιά έγινε στις
5 Ιανουαρίου του 1970
Θανάσης, ο ριψοκίνδυνος
Εν έτει 1965 ο Θανάσης Βέγγος αποφάσισε να στήσει τη δική του κινηματογραφική εταιρεία και να γυρίζει πλέον τις δικές του ταινίες, έτσι όπως ο ίδιος είχε οραματιστεί. Η μεγάλη επιτυχία της πρώτης του παραγωγής, που δεν ήταν άλλη από τον θρυλικό Πράκτορα Θου-Βου, του έδωσε τη δυνατότητα να ξεκινήσει την προετοιμασία της δεύτερης, του επίσης θρυλικού Παπατρέχα. Μια ταινία με έναν Βέγγο στα μεγάλα του κέφια. Είχε προγραμματίσει να βγει στις αίθουσες μέσα στο 1966 μόνο με μία ταινία, που έπρεπε να είναι καλοκουρδισμένη και καλογυρισμένη. Φροντισμένη απ' όλες τις απόψεις. Κι ο Θανάσης, τελειομανής καθώς ήταν, δεν δίστασε -ως γνωστόν- να κάνει υπερβάσεις σε θέματα παραγωγής αλλά και οικονομικών απαιτήσεων των συνεργατών του. Τα πρώτα προβλήματα είχαν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται στον ορίζοντα, αφού
οι άνθρωποι που χειρίζονταν τις οικονομικές του συναλλαγές του έπαιζαν ένα
παιχνίδι απίστευτα ανέντιμο και δόλιο, στηριζόμενοι στην άγνοια του παραγωγού για τη σωστή οικονομική διαχείριση της εταιρείας του. Τα πρώτα γραμμάτια άρχισαν να διαμαρτύρονται. Ο Θανάσης, όμως, δεν πτοήθηκε. Ξεκίνησε το γύρισμα του Παπατρέχα με όλη τη διάθεση να φτιάξει μια ταινία που να τον εκπροσωπεί και να ξοδέψει αφειδώς όσα χρήματα κι αν χρειαστούν, αφού το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το άψογο αποτέλεσμα, αδιαφορώντας για τα οικονομικά βάρη που άρχισαν ήδη να βαραίνουν τις πλάτες του. Σκηνοθέτης ο Ερρίκος Θαλασσινός, σενάριο ο Ναπολέων Ελευθερίου, διεύθυνση φωτογραφίας ο Παύλος Φιλίππου και χορογραφίες ο Φώτης Μεταξόπουλος. Σε όλες του τις ταινίες συνήθιζε να κάνει απίστευτες υπερβάσεις και ριψοκίνδυνα γυρίσματα. Στον Παπατρεχα όμως ξεπέροσε κάθε προηγούμενο, αφού αποφάσισε να περάσει ακόμη και μέσα από μια αληθινή τζαμαρία.
«Όχι, Θανάση» του είπε ο Θαλασσινός.
«Θα περάσω, Ερρίκο» του απάντησε.
«Όχι, Θανάση, με τίποτα! Το τζάμι είναι τέσσερα χιλιοστά».
«Πάει, τελείωσε, θα περάσω! Μόνο αν συμβεί τίποτε, να πεις στη γυναίκα μου, τη Μίνα, πόσο πολύ την αγαπάω».
Και πέρασε και επέζησε.Ήξερε πως αν περνούσε με ταχύτητα, δεν ήταν πολύ επικίνδυνο. Βέβαια τον πήγαν μετά το γύρισμα κατευθείαν στο νοσοκομείο για να του βγάλουν από το κεφάλι κάποια μικροθραύσματα που τον είχαν τραυματίσει. Στην ίδια ταινία συνέβη επίσης ένα ακόμα επικίνδυνο και άκρως τραγελαφικό περιστατικό. Ο Θανάσης (Πολύδωρος) κατά το σενάριο είχε παντρέψει και τις πέντε αδελφές του και έμενε η έκτη. Όμως η θεία (Ταϋγέτη) ήταν κι αυτή ανύπαντρη και ήθελε κι εκείνη να αποκατασταθεί. Την έπιασε λοιπόν μια κρίση και έτρεξε στην ταράτσα για να πέσει να
σκοτωθεί από την απελπισία της. Την ακολούθησε ο Θανάσης και στην προσπάθειά του να την αποτρέψει, γλίστρησε από τον πέμπτο όροφο και κρεμάστηκε με ένα σχοινί στο κενό. Ο Θανάσης δεν δέχτηκε να αντικατασταθεί από κασκαντέρ.Ήθελε εκείνος να γυρίσει τη σκηνή για να είναι αληθινή. Ούτε σωστικά συνεργεία ούτε καν δίχτυ προστασίας στο έδαφος.
Καθώς ήταν κρεμασμένος, άνοιξε ξαφνικά μια μπαλκονόπορτα και εμφανίστηκε ο Γιαλούρης, ο πιστός συνεργάτης των γενικών καθηκόντων του, και του είπε:
«Κύριε Βέγγο, να σας πω κάτι που το θεωρώ απαραίτητο να σας το πω;».
«Τι είναι;».
«Διαμαρτυρήθηκε το πρώτο γραμμάτιο της Κόντακ».
«Μα τώρα μου το λες, χριστιανέ μου; Κρεμασμένος στο κενό;».
Ο ίδιος είχε πει: «Δεν είχε διαμαρτυρηθεί μόνο το γραμμάτιο της Κόντακ, που χωρίς φιλμ πώς να γυρίσω ταινία; Είχε διαμαρτυρηθεί κι ο διαχειριστής που είχε έρθει για έκτη φορά να πάρει τα κοινόχρηστα».
Ο Παπατρέχας σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, ξεπερνώντας τα 420.000 εισιτήρια στην πρώτη του προβολή. Ωστόσο τα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας ολοένα και γιγαντώνονταν. Τα γυρίσματα των ταινιών κόστιζαν υπέρογκα ποσά στην εταιρεία, αφού ο Θανάσης επέμενε η κάθε σκηνή να γυρίζεται δέκα ή και είκοσι φορές για να είναι όσο πιο άψογη γινόταν.
Μάταια ο Θαλασσινός επέμενε πως περνούσε. «Δεν μου αρκεί απλά να περνά, Ερρίκο μου, θέλω να ξεσηκώνει!» έλεγε.
Ήταν κάθετος στις ιδέες του και στον τρόπο που ήθελε να γυρίζει πλέον ο ίδιος
τις ταινίες του. Δεν το έκανε μόνο για βιοπορισμό, αλλά περισσότερο για τη χαρά
της δημιουργίας και την αγάπη του για το σινεμά.
Τα έξοδά του ήταν τεράστια, αφού συντηρούσε ένα στούντιο, γραφεία, υπαλλήλους, αλλά όλα αυτά τα έβαζε σε δεύτερο πλάνο μπροστά στη δημιουργία για καλό κινηματογράφο. Χωρίς προχειρότητες, κακά σενάρια, δυσαρεστημένους
ηθοποιούς και εκμετάλλευση από τρίτους του ονόματός του, αλλά και του κόπου του. Κάτι που τελικά δεν μπόρεσε να αποφύγει αφού οι επιτήδειοι έπεσαν από δίπλα του για να εκμεταλλευτούν πράγματα και καταστάσεις.
Πράγματι, το φιλμ σημείωσε μεγάλη επιτυχία, όχι μόνο εισπρακτική, αλλά και
καλλιτεχνική. Αξίζει να σημειωθεί πως στη συγκεκριμένη ταινία κάνουν την παρθενική τους εμφάνιση στο πανί δίπλα στον «κοσμαγάπητο πατέρα τους» και οι
δύο γιοι του Θανάση, ο Βασίλης και ο Χάρης. Ο Βασίλης ήδη 7 χρόνων και ο Χάρης μόλις λίγων μηνών.