Μανώλης Αγγελόπουλος: Η ζωή και οι επιτυχίες ενός γνήσιου Τσιγγάνου που τραγούδησε τον έρωτα
Oι Τσιγγάνοι ζουν, τραγουδούν και πεθαίνουν από αγάπη. Είναι άνθρωποι με βαθιά και αληθινά αισθήματα που δεν τα κρύβουν, δεν τα κρατούν μέσα τους. Τα εκδηλώνουν.
Οι Τσιγγάνοι είναι πονεμένοι άνθρωποι. Σέρνουν μαζί τους μια ιστορία αιώνων, καταβολές και βιώματα. Ζουν κυνηγημένοι, μες στη φτώχεια, τη μιζέρια και την εξαθλίωση. Με την αβεβαιότητα του αύριο.
Περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί. Έτσι ξεκίνησα κι εγώ. Περιπλανώμενος. Στα 11 μου χρόνια. Μικρό Τσιγγανάκι με πήραν στη Λαχαναγορά. Στην οδό Βουτάδων. Ξεφόρτωνα καρπούζια. Σκληρή δουλειά. Αλλά το μεροκάματο έβγαινε. Βοηθούσα την οικογένειά μου. Την άλλη χρονιά, κλείνοντας τα 12, γυρνούσα τις γειτονιές και δούλευα γανωτζής. Γάνωνα κατσαρόλες, ταψιά και τεντζερέδες.
«Στα 13 μου άλλαξα επάγγελμα. Έγινα στιλβωτής. Μα κι αυτό δεν κράτησε πολύ. Με συγκινούσαν και μου άρεσαν οι μεγαλύτερες περιπλανήσεις. Γι’ αυτό όταν έγινα πια 15 χρόνων πήρα στους ώμους τα κιλίμια και τα χαλιά και γύριζα στους δρόμους, στις γειτονιές της Αθήνας. Πλούσιες και φτωχές. Διαλαλούσα την πραμάτεια μου και τραγουδούσα. Η φωνή μου φαίνεται πως άρεσε. Κοπέλες έβγαιναν στα παράθυρά τους και με γλυκοκοιτούσαν. Το ίδιο κι εγώ. Κι έτσι πολλές φορές πούλησα παραπάνω κιλίμια. Τραγουδούσα τραγούδια πονεμένα του Καζαντζίδη. Τραγούδια της φτώχειας και της ξενιτιάς. Ερωτευόμουν εύκολα. Μου άρεσαν οι κοπέλες. Εμείς οι Τσιγγάνοι αγαπάμε και πεθαίνουμε από αγάπη. Εμείς οι Τσιγγάνοι υιοθετούμε την αγάπη σαν έκτη αίσθηση. Γι’ αυτό πολλές φορές φτάνουμε και στο πιστολίδι. Γίνονται εγκλήματα για την αγάπη των Τσιγγάνων».
Ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής Μανώλης Αγγελόπουλος μονολογώντας και σκιαγραφώντας τον χαρακτήρα του και τη φυλή του. Θυμήθηκε και ιστόρησε τις δύσκολες μέρες και τα παιδικά του χρόνια. Φτώχεια και αγάπη τα τσαντίρια. Μιζέρια, εξαθλίωση και καθημερινές περιπλανήσεις στους δρόμους για ένα κομμάτι ψωμί. Δουλειές του ποδαριού, εφήμερες απασχολήσεις, κιλίμια-χαλιά και στα 15 του χρόνια ο τσιγγάνος Μανώλης Αγγελόπουλος στο στούντιο της «Columbia».
Δεν το ξέχασε ποτέ
Ένας πρωτοξάδελφός του μπουζουξής από τα πρώτα ονόματα (έπαιζε το 1956 στην ορχήστρα του Καζαντζίδη), ο Ανέστης Αθανασίου, προέτρεψε τον Μανώλη να ασχοληθεί με το τραγούδι. Η ιδέα αυτή άρεσε στον Αγγελόπουλο. Είχε μεράκι με το τραγούδι. Τον συγκινούσε η ανατολίτικη μουσική. Ένας τραγουδιστής και κιθαρίστας της εποχής εκείνης, ο Γιάννης Πολίτης, τον πήγε στη σχολή τραγουδιού του λαϊκού συνθέτη Θόδωρου Δερβενιώτη. Τον άκουσαν και άρεσε πάρα πολύ η φωνή του. Τον πήγε στο στούντιο της «Columbia», στη Ριζούπολη, για να τον ακούσουν. Ο μαέστρος Δερβενιώτης μπήκε στο γραφείο του διευθυντή παραγωγής Νίκανδρου Μηλιόπουλου και ο Αγγελόπουλος περίμενε απ’ έξω. Τότε άκουσε τον παράγοντα της εταιρείας να λέει: «Τι τον θέλεις, μωρέ Θόδωρε, αυτόν τον γύφτο και μου τον κουβαλάς εδώ μέσα; Διώξ’ τον αμέσως...». Ο Δερβενιώτης επέμενε και η ακρόαση έγινε. Όταν άκουσαν τη φωνή του, ζήτησαν κι άλλη μια δοκιμή. Αυτό ήταν. Αλλάξαν γνώμη. Όμως το «Διώξ’ τον τον γύφτο από δω» δεν το ξέχασε ποτέ.
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος εμφανίστηκε αμέσως στο λαϊκό κέντρο «Απόψε φίλα με» στο Χαϊδάρι, πλάι σε μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού: Στράτος Παγιουμτζής, Σωτηρία Μπέλλου, Άκης Πάνου, Χρήστος Κολοκοτρώνης. «Άρεσαν οι πρώτες εμφανίσεις μου στο κέντρο», είχε πει ο Μανώλης Αγγελόπουλος.
«Μου έδειξαν αγάπη και εμπιστοσύνη οι συνάδελφοί μου. Αλλά ταυτόχρονα με την πρώτη μου μεγάλη χαρά ήρθε και η απογοήτευση. Τόσο νωρίς. Δεν πήγε καθόλου καλά ο πρώτος δίσκος. Γύρισα έναν δίσκο 78 στροφών (τότε, τέλη ’56-αρχές ’57) με ένα τραγούδι του Δερβενιώτη κι ένα του Τόλη Εσδρά. Θυμάμαι το πρώτο: “Τρέξε στα τσαντίρια, μάνα”. Ενάμιση χρόνο αργότερα ήρθε η μεγάλη επιτυχία, με δίσκο 45 στροφών. Τραγούδησα τη “Μαγκάλα” του Στράτου Ατταλίδη, που συναγωνιζόταν τη “Μαντουμπάλα” του Στέλιου Καζαντζίδη. Οι σκοποί που τραγουδούσα μοιάζουν με ανατολίτικους».
Μεγάλες συνεργασίες
Μετά τη «Μαγκάλα» ακολούθησαν πολλά τραγούδια που έστρωσαν τον δρόμο του Μανώλη Αγγελόπουλου στο λαϊκό κλασικό τραγούδι. Έγινε από τις φίρμες στον χώρο του. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς: Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Καλδάρας, Χιώτης, Λαύκας, Πετσάς, Κόρος, Ζαμπέτας κ.ά.
Συναυλίες σε όλες τις χώρες όπου υπάρχουν Έλληνες μετανάστες. Αμερική, Αυστραλία, Καναδάς, Δυτική (τότε) Γερμανία. Εκατοντάδες εμφανίσεις. Δόξα και χρήμα για τον Τσιγγάνο." Εμφανίσεις σε μεγάλα θέατρα της Αθήνας, σε επιθεωρήσεις. «Περοκέ» με αδελφές Καλουτά, Ορέστη Μακρή κ.ά.
Συμμετοχή σε δεκάδες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Εκατοντάδες δίσκοι με δύο μεγάλα σουξέ που κράτησαν από μία δεκαετία το καθένα. 1964: «Όσο αξίζεις εσύ», του Απόστολου Καλδάρα. 1974: «Η μάνα μου η Γκρέκα και η μάνα μου η Τούρκα», του Δημήτρη Μηλιού. Όμως έχει ένα μεγάλο παράπονο: «Θεωρώ παράλειψη ότι δεν μου έδωσαν να τραγουδήσω Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λοΐζο, Ξαρχάκο, Μαρκόπουλο, Λεοντή, Μούτση, που η μουσική τους ταιριάζει σαν “κλειδί” στη φωνή μου. Πάντα είχα αυτό το παράπονο, αλλά πάντα ήλπιζα ότι θα ερχόταν η στιγμή για να πω τέτοια τραγούδια».
Πηγή: Απογευματινή