Προδημοσίευση βιβλίου: Η ζωή μίας αντιστάρ με την Αλίκη, τον Χατζηχρήστο και τη Βασιλειάδου (photos)
Η μαγεία της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου χώρεσε μέσα σε 336 σελίδες ενός βιογραφικού βιβλίου με τίτλο "Αντιστάρ" από την πένα του γνωστού δημοσιογράφου Γιάννη Βίτσα, βασισμένο στη ζωή και τις εμπειρίες μιας καθαρόαιμης θεατρίνας, της Κάκιας Κοντοπούλου η οποία έζησε από κοντά όλα τα ιερά τέρατα της εποχής.
Σήμερα, το gossip-tv.gr προδημοσιεύει μερικά κεφάλαια αυτού του βιβλίου, το οποίο αποτελεί κατάθεση ψυχής μιας δυναμικής γυναίκας που έζησε μοναδικές στιγμές δίπλα σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου και του κινηματογράφου. Η Κάκια Κοντοπούλου εξιστορεί στον δημοσιογράφο άγνωστα περιστατικά που έζησε κοντά τους, ξεδιπλώνοντας άγνωστες πτυχές της προσωπικότητάς τους.
Ιστορίες με τον Χατζηχρήστο
Σε σημείο του βιβλίου, η Κάκια Κοντοπούλου εξιστορεί το πρώτο ουσιαστικό "τετ α τετ" της με τον κορυφαίο και αξέχαστο Κώστα Χατζηχρήστο που δεν της είχε αφήσει και τις καλύτερες εντυπώσεις.
«Ο Χατζηχρήστος που λες, μια φορά, όταν παίζαμε στο «Βέμπο» είχε στείλει σε ένα διάλειμμα έναν άνθρωπο του θεάτρου να με φωνάξει στο καμαρίνι του. Φθάνω και αφού αρνούμαι το τσιγάρο που μου προσφέρει με ύφος περιπαικτικό με ρωτά:
«Καλά δεν καπνίζεις καθόλου; Ούτε... μαύρη;» για να με ψαρέψει.
Εγώ δεν απάντησα. Έκανα τάχα πως δεν άκουγα και πως κάπου «ταξίδευα» με το μυαλό μου. Τότε μου πρότεινε έναν ρόλο στην ταινία «Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο».
«Τι να σας πω, εγώ κινηματογραφικό κασέ δεν έχω, άρα ό,τι μου δώσετε από λεφτά, θα τα πάρω», του είπα κι έφυγα, έχοντας σχεδόν συμφωνήσει. Την επόμενη ημέρα με ξαναφώναξε στο καμαρίνι κι όταν πήγα, μου είπε: «Κοίτα Κάκια, δεν θα πας μόνη το βράδυ στο σπίτι σου, θα σε πάω εγώ».
«Όχι, Χατζηχρήστο μου, γιατί άμα κάνω τέτοιο πράγμα, θα καλομάθω και μετά θα θέλω κάθε βράδυ αυτοκίνητο...», του απάντησα τότε εγώ και μετά απ’ αυτό δεν με πήρε να παίξω σε αυτήν την ταινία αλλά ούτε και σε καμιά άλλη.
Μπορεί να θύμωσε, δεν ξέρω, ίσως γιατί δεν του απαντούσαν έτσι όλες... Ο Χατζηχρήστος τότε «γαμούσε και έδερνε» στα θέατρα, ήταν «νόμος». Όλοι κι όλες καθόντουσαν προσοχή μπροστά του. Εγώ όμως δεν ήμουν έτσι. Θα μου πεις τώρα... Είσαι σίγουρη πώς στην έπεφτε; Έτσι φαινόταν. Δεν ήμουν χαζή για να μην καταλαβαίνω. Γιατί ζήτησε να με πάει σπίτι μου; Μήπως ήμασταν φίλοι ή μήπως με πήγαινε κι από χθες; Πέραν αυτού όμως, ήταν ευφυής και χαριτωμένος άνθρωπος, με τεράστιο ταλέντο. Έχω κρατήσει πολύ ωραίες αναμνήσεις από εκείνον. Έπειτα από το ΠΑΡΚ, συνεργαστήκαμε στο «Χατζηχρήστου» αλλά όταν παντρεύτηκα έφυγα εν μία νυκτί...Του είπα «παντρεύομαι» και τον άφησα κυριολεκτικά σύξυλο, στη μέση του έργου, γιατί ο άντρας μου δεν επιθυμούσε να συνεχίσω στο θέατρο.
Παρέα ιδιαίτερη με τους θεατρίνους δεν έκανα ποτέ όσο κράτησε η πορεία μου στο θέατρο. Δεν υπήρξε άντρας ή γυναίκα ηθοποιός που να μην έχω καλή σχέση. Είχα υπέροχες σχέσεις με το «σύμπαν», γιατί ούτε έμπαιναν, ούτε έμπαινα στα χωράφια τους.
«Καλημέρα» έλεγα σ’ όλον τον κόσμο αλλά παρέα-παρέα, αυτό που λέμε «κολλητή», να βγαίνουμε έξω να τρώμε και να πίνουμε συστηματικά, δεν έκανα. Μην με ρωτάς γιατί... Ας πούμε απλώς πως δεν μου πήγαιναν όλοι αυτοί, δεν γούσταρα. Έπειτα εγώ είμαι ντροπαλός άνθρωπος. Αν βέβαια νιώσω πως έχω δίκιο, μπορεί να τσακωθώ ακόμα και με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά να πω, για παράδειγμα, στον Κώστα Βουτσά ή στον Τόλη Βοσκόπουλο, που ερχόταν στο καμαρίνι μου και μάθαινε μπουζούκι, να μου κάνουν μια εξυπηρέτηση, ποτέ! Αν και τα έχω ζήσει αυτά τα παιδιά, ποτέ δεν πήγα να τους ζητήσω κάτι παραπάνω ή να κάνω χρήση της γνωριμίας μας.
Από την πρώτη στιγμή μάλιστα, αν και δεν υπήρξα λάτρης του γάμου, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, πως αν τυχόν κάποια στιγμή παντρευόμουν, ηθοποιό δεν θα έπαιρνα. Έτσι είπα, έτσι έπραξα. Εκτός των άλλων, σκεφτόμουν πρακτικά. Έλεγα, αν παντρευτώ κανέναν του σιναφιού, και μείνουμε κι εγώ κι εκείνος ταυτοχρόνως χωρίς δουλειά, τι σκατά θα τρώμε και τι θα βάζουμε στην κατσαρόλα...
Στη ζωή μου βλέπεις η λογική και η παρόρμηση έπαιζαν πάντοτε κυνηγητό… Και ναι, η παρόρμηση ήταν σχεδόν πάντοτε χαμένη».
Η κολλητή Καραγιάννη, ο μύθος Βέμπο, η γενναιόδωρη Βλαχοπούλου, η τρυφερή Βασιλειάδου και η εύθραυστη Γώγου!
Επειδή οι φωτεινές εξαιρέσεις επικυρώνουν τον κανόνα, η θεωρία μου περί τυπικών προσωπικών σχέσεων με τους ηθοποιούς είχε μια μικρή χαραμάδα πάντοτε ανοιχτή στις βαθιές ανθρώπινες σχέσεις. Και αγγίζοντας πια με το μαγικό ραβδί του χρόνου τις στιγμές που έζησα, μπορώ να πω πως ένας από τους ανθρώπους που αγάπησα πολύ στο θέατρο, ήταν η Μάρθα Καραγιάννη.
Μια χρυσή ατόφια ψυχή. Αληθινή φίλη. Υπέροχο πλάσμα, γεμάτο αγάπη. Με την Μάρθα γνωριστήκαμε στο Ακροπόλ. Κάναμε τόσα νούμερα μαζί, που στο τέλος το κοινό, μας μπέρδευε. Η Μάρθα και αν ήταν ωραία γυναίκα. Και όμως ποτέ δεν χρησιμοποίησε κανένα φλερτ για το συμφέρον της ή για να προωθήσει την καριέρα της. Πέτυχε τα πάντα με την αδιαμφισβήτητη αξία της. Ήταν φίλοι με τον Γιάννη Δαλιανίδη που ως μετρ του κινηματογράφου ανέδειξε το πολύπλευρο ταλέντο της. Στη ζωή της λειτουργούσε μόνο με την καρδιά. Δεν πουλήθηκε ποτέ σε κανέναν. Ένας γλυκός αυθόρμητος, τρυφερός άνθρωπος με όσους αγαπούσε, που ορισμένες στιγμές ήταν λιγάκι αφελής. Ίσως γιατί ποτέ δεν υπήρξε πονηρή. Πίστευε τον καθένα με κλειστά μάτια.
Θα σου διηγηθώ ένα περιστατικό. Κάποτε, της έστειλαν ένα περιποιημένο κουτί γλυκά, από του «Ζόναρς», γράφοντας μέσα σ’ ένα μπιλιετάκι: «Αύριο σε περιμένω με ημιεπίσημο ένδυμα να πάμε στο Λουτράκι». Από κάτω υπέγραφε: Νικ Βερνίκ.
Φάγαμε ωραία ωραία τα γλυκά, αλλά μετά, εγώ που είχα διαβάσει το μπιλιετάκι, της είπα:
«Μην κάνεις κανένα αστείο και πας, γιατί Νικ Βερνίκ να ξέρεις δεν υπάρχει. Πρόσεξε κακομοίρα μην σε παραμονεύουν και σε κάνουν τόπι στο ξύλο».
«Μωρή Κοντοπούλου, εγώ θα πάω. Αλλά αν αποδειχθεί πως είχες δίκιο, θα σου χαρίσω ένα μπέιμπι ντολ», μου απαντά, γιατί δεν είχε δώσει σημασία στο ότι το σημείωμα ήταν γεμάτο ορθογραφικά λάθη. Τελικά αποδείχθηκε πως ο Χατζηχρήστος της έκανε πλάκα! Έτσι, την επόμενη μέρα, βρέθηκα με καινούργιο μπέιμπι ντολ.
«Πουτάνα Κοντοπούλου, πάρε, είχες δίκιο», μου είπε η Μάρθα και μου ’δωσε το εσώρουχο.
Εγώ βλέπεις καθ’ όλη την πορεία της ζωής μου έψαχνα και την... τρίχα σ’ όσα μου έλεγαν. Είναι κι αυτό ένα είδος τυραννίας, πίστεψέ με.
Κάναμε επί χρόνια παρέα. Ζήσαμε όμορφες και δύσκολες στιγμές. Θυμάμαι ακόμη την ημέρα του γάμου της με τον Μίμη Στεφανάκο. Μαζί με άλλες συναδέλφους την ντύσαμε νύφη. Λυπήθηκα πολύ όταν έχασε το παιδάκι της. Η Μάρθα μου. Μια μεγάλη καρδιά για όλους.
Άλλη μια ωραία ψυχή ήταν η Σοφία Βέμπο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πάθος της για τον Τραϊφόρο. Κάθε νέα ηθοποιό την αντιμετώπιζε ως εν δυνάμει απειλή και πάντοτε με την πληθωρική προσωπικότητά της έθετε τα όριά της.
Μια φορά, με είχε βάλει ο Τραϊφόρος να παίξω την Μπριζίτ Μπαρντό. Τον ρώτησα λοιπόν πως φαντάζονταν αυτό το νούμερο και τι κατά τη γνώμη του θα ήταν καλύτερα να φορέσω. Τ’ ακούει η Βέμπο, θυμώνει και μου λέει:
«Και τι είναι ο Μίμης μου, Κοντοπούλου; Μόδιστρος για να σου πει τι θα φορέσεις;» Του είχε λατρεία.
Ήταν σπουδαία γυναίκα, η Σοφία. Υπήρξε μάνα για όλους μας και εξαιρετική νοικοκυρά. Να φανταστείς πως σχεδόν καθημερινά μαγείρευε για όλα τα μπαλέτα και τους πήγαινε φαγητό. Τόσο γλυκά αγκάλιαζε όλους τους ανθρώπους γύρω της. Μια φορά όλοι όσοι απαρτίζαμε την ομάδα του θεάτρου στη γιορτή της, τον Σεπτέμβρη, κλείσαμε τη σκηνή, βάλαμε τραπέζια και ντυθήκαμε γκαρσόνια, από τους πρωταγωνιστές μέχρι τον τελευταίο κομπάρσο, εξυπηρετώντας τις εκατοντάδες κόσμου που ήρθαν να της ευχηθούν. Θυμάμαι πως την γιορτάσαμε με πολλή αγάπη, σεβασμό και μεγαλείο.
Άλλο ένα περιστατικό από τότε που δούλευα στο θέατρο «Βέμπο» και με είχε ορίσει το σωματείο των ηθοποιών, αντιπρόσωπο. Τότε λοιπόν, Χατζηδάκις και Θεοδωράκης είχαν ανεβάσει στην Αλεξάνδρας, παραστάσεις με ηθοποιούς που δεν είχαν άδεια, κάτι στο οποίο φυσικά το σωματείο αντέδρασε, παίρνοντας την απόφαση πως όποιος δεν έχει άδεια, απαγορεύεται και να παίξει. Είχαμε κι εμείς μια ηθοποιό, χωρίς άδεια, που ήταν μάλιστα η γκόμενα του μαέστρου, άρα εγώ σαν αντιπρόσωπος, έπρεπε να το αναφέρω. Έρχεται τότε η Βέμπο στο καμαρίνι και με ρωτά τι θα κάνουμε...
«Θα κλείσω το θέατρο Σαββατοκύριακο, γιατί τέτοια εντολή έχω», της απαντώ κι εκείνη κιτρίνισε.
Παρόλα αυτά είπε:
«Εγώ από σήμερα είμαι Κοντοπουλικιά»!
Ένας ακόμη άνθρωπος που θαύμασα απεριόριστα στο θέατρο ήταν η Ρένα Βλαχοπούλου.
Ο χαρακτήρας της έμοιαζε με εύφορο, γεμάτο ανθισμένα λουλούδια, κήπο. Υπέροχος, ανοιχτός και καλοπροαίρετος άνθρωπος η Ρένα! Πάταγε στα πόδια της ουσιαστικά. Απέναντί μου ήταν πάντοτε εξαιρετική. Βλέπεις μάνα μου, δεν είχε ανάγκη η Βλαχοπούλου να «θάψει» κάποιον για να αναδειχθεί η ίδια. Μόνον οι κομπλεξικοί και οι ατάλαντοι λειτουργούν με τέτοιες μικροπρέπειες. Θυμάμαι μάλιστα πως όταν αποχωρούσε από τη σκηνή, έλεγε στο κοινό πως «τώρα θα σας κρατήσει συντροφιά η Κάκια Κοντοπούλου!» Και πρόφερε τ’ όνομά μου δυνατά, καθαρά και με ιδιαίτερο στόμφο. Το πρόβαλε, για να πάρω το πιο θερμό χειροκρότημα. Μην ακούς τις φήμες πως ήταν πολύ σφικτή με τα χρήματα. Εγώ όπως έζησα τα πράγματα μαζί της, αντιλήφθηκα πως πολύ απλά, δεν πετούσε ανόητα τα χρήματά της. Προσωπικά δεν το βρίσκω παράλογο, αλλά το εκτιμώ κιόλας.
Άλλος ένας ζεστός άνθρωπος του θεάτρου ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου. Τι ωραία ψυχή. Καλή γυναίκα! Το εκτόπισμα του ταλέντου της επίσης τεράστιο. Ήμασταν φίλες.
Είχαμε ταξιδέψει μαζί και στην Γερμανία για μία θεατρική παράσταση. Τους πρώτους μήνες της γνωριμίας μας με τον άντρα μου τον Αλέκο, εκείνος με περίμενε κάθε βράδυ στο καμαρίνι του θεάτρου να τελειώσω την παράσταση για να φύγουμε μαζί. Η Γεωργία, που τον συμπαθούσε, του φερόταν με εκπληκτική ευγένεια. Του έφερνε μάλιστα μαξιλαράκια και ποτό για να με περιμένει με άνεση. Θυμάμαι επίσης ότι επισκεφθήκαμε μια καφετζού, μόλις είχε χωρίσει με τον άντρα της. Πίστευε πως η μάντισσα θα της έλεγε κόλπα και μαγικά για να τον φέρει πίσω. Ωραίος και απλός άνθρωπος.
Η Βασιλειάδου ήταν κι η πρώτη που έβαλα στο αυτοκίνητο, όταν είχα πρωτομάθει να οδηγώ. Όταν κατέβηκε λοιπόν δεν θα ξεχάσω πως μου είπε:
«Με σένα Κοντοπούλου στο τιμόνι, ούτε γράμμα δεν πρόκειται να στείλω!»
Αγάπησα επίσης από καρδιάς την Κατερίνα Γώγου. Ήταν ένα πολύ ταλαιπωρημένο παιδί. Ένα πλάσμα εύθραυστο με τεράστια ευαισθησία, υποκριτικό και ποιητικό ταλέντο. Ατόφια και αληθινή ψυχή, που δεν μπόρεσε ν’ αντέξει όσα βίωσε. Μου εξομολογήθηκε τα επώδυνα πρώτα χρόνια της ζωής της. Δεν είναι τυχαίο που η Κατερίνα επέλεξε τον δρόμο των ναρκωτικών. Της ήταν αδύνατο να αντέξει τη ζωή της. Είχε περάσει δραματικά παιδικά χρόνια. Είχε κάνει μάλιστα απόπειρα αυτοκτονίας στην εφηβεία της... Όσο μπορούσα, τη βοήθησα, κυρίως ψυχολογικά. Καμιά φορά ερχόταν στο θέατρο και μου έλεγε:
«Ρε Κάκια, δώσε μου κανένα φράγκο να πάρω τσιγάρο». Της έδινα, παρά το γεγονός πως τότε δεν είχα κι εγώ χρήματα. Όταν πληροφορήθηκα πως πέθανε, πόνεσα βαθιά.
Ξέρεις τελικά κατέληξα, πως το μεγαλύτερο δώρο που κάνει η ενηλικίωση σε εμάς τους θεατρίνους, είναι πως μεγαλώνοντας απλώς αισθανόμαστε... ώριμα παιδιά.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη
και… οι ξανθιές!
H Αλίκη δεν ήθελε καμία άλλη ξανθιά δίπλα της όταν έπαιζε. Ο ηθοποιός Κούλης Στολίγγας, μάλιστα, μου είχε εξομολογηθεί πως σε μία σκηνή που έκανα σε ταινία της, δεν άφησε να με φωτογραφίσουν γι’ αυτόν τον λόγο… Επειδή ήμουν ξανθιά λέει, αισθανόταν ανταγωνισμό. Αλλά ειλικρινά τι ανταγωνισμό να είχε η Αλίκη μαζί μου; Εγώ είχα πάει για το πεντακοσαράκι που έδιναν για αμοιβή. Ήθελα να πάρω τα χρήματά μου και να φύγω. Δεν πιστεύω ότι μου είπε ψέματα ο Στολίγγας. Δεν είχε λόγο! Πάντως αν όντως το έπραξε η Αλίκη, τι κέρδισε στο τέλος;
Ξέρεις πάντοτε απείχα απ' αυτό το παιχνίδι της ματαιοδοξίας. Ίσως επειδή κλήθηκα από τα πρώτα χρόνια μου να παλέψω για πολύ πιο ουσιαστικά πράγματα. Όταν έχεις ακροβατήσει ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, πόσο μπορεί να σ' ενδιαφέρει αν θα υπάρχει μια ακόμα ξανθιά στο πλάνο σου;
Σήμερα, Τρίτη 4 Ιουνίου, η μυθιστορηματική βιογραφία «Η αντιστάρ» θα παρουσιαστεί στον χώρο «ACRO» (Ιερά Οδός 7) στις 19.30.
Για το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο, θα μιλήσουν αλφαβητικά οι δημοσιογράφοι: Αθηνά Καμπάκογλου, Αμαλία Κάντζου Αλεξία Κουλούρη, Πέτρος Κουσουλός, Χριστίνα Λαμπίρη, Έμη Λιβανίου, Μαρία Νικόλτσιου, Βίκυ Χατζηβασιλείου. Συντονίζει η Ειρήνη Νικολοπούλου. Ενώ θα διαβάσουν αποσπάσματα οι Νεκταρία Γιαννουδάκη, Μπέσυ Μάλφα, Δήμητρα Παπαδήμα, Φωτεινή Ντεμίρη, Αλεξάνδρα Παντελάκη και Μαριάννα Πολυχρονίδη.
Η είσοδος είναι ελεύθερη στο κοινό.