Σταμάτης Κόκοτας: Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετίσω…
Γεννημένος για τη μουσική. Αυτό θα έπρεπε να μπει κανονικά ως τίτλος για τη μοναδική φωνή και προσωπικότητα του Σταμάτη Κόκοτα που έφυγε από τη ζωή, σήμερα το πρωί, (1/10)...
Ο μεγάλος Έλληνας τραγουδιστής και δημιουργός (έγραψε στίχους ο ίδιος σε 12 από τα δισκογραφημένα τραγούδια του, αλλά και μουσική σε ένα) έδωσε μεγάλη και άνιση μάχη το τελευταίο διάστημα με τον καρκίνο και όσοι λίγοι γνώριζαν την πραγματική κατάσταση της υγείας του σεβάστηκαν την επιθυμία της οικογένειάς του να μην διαρρεύσει η αλήθεια για τη νοσηλεία του στο Ασκληπιείο της Βούλας.
Ο χαμός του πατέρα του, ο πρωταθλητισμός που παράτησε και το όνειρο απατηλό της μητέρας του για την Ιατρική
Ο Σταμάτης Κόκοτας ήταν ένα από τα έξι παιδιά μιας αστικής οικογένειας. Ο πατέρας του Δημήτρης ήταν γιατρός (παθολόγος) και η μητέρα του Έλλη, υπάλληλος σε τράπεζα και εκείνος γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1937 στο κέντρο της Αθήνας, στο μαιευτήριο της Μαρίκας Ηλιάδου.
Ο πατέρας του αρρωσταίνει και πεθαίνει όταν ο μικρός Σταμάτης είναι μόλις δυόμισι ετών, και η υπόλοιπη οικογένεια μετακομίζει στου Ζωγράφου.
Αθλητής στίβου κάνει πρωταθλητισμό στην ομάδα του Απόλλωνα σε δρόμους αντοχής, στα 500, 3.000 και 5.000 μέτρα. Σε ηλικία 23 ετών εγκαταλείπει τον στίβο μέσα σε μια νύχτα όταν ο προπονητής του δεν τον παίρνει σε αγώνες στην Ιταλία.
Το σχολείο δεν του άρεσε ιδιαίτερα και μια επίσκεψη σε ένα φιλικό σπίτι κάπου στα εφηβικά του χρόνια ήταν η αφορμή για να ανακαλύψει την κλίση του. Ο ίδιος έχει διηγηθεί στο παρελθόν σε μια συνέντευξή του στην Real:
«Mε πήγε η μητέρα μου στο σπίτι μιας φίλης της. Ο γιος αυτής της γυναίκας έπαιζε κιθάρα. Στο τέλος αναγκάστηκαν οι άνθρωποι να μας το πουλήσουν το συγκεκριμένο όργανο, δεν γινόταν αλλιώς, διότι δεν έφευγα να πάμε σπίτι εάν δεν παίρναμε μαζί μας και την κιθάρα... Από κει και πέρα άνοιξε άλλος δρόμος για μένα. Περιορίστηκα. Έκοψα τα παιχνίδια και τις πολλές παρέες. Ασχολιόμουν όλη μέρα με τη μουσική».
Δημιουργεί με δύο φίλους αυτοδίδακτους όπως και ο ίδιος το Τρίο Μπραζίλ και αρχίζει να κάνει εμφανίσεις.
«Η πρώτη μου εμφάνιση έγινε στο Άλσος του Γιώργου Οικονομίδη, στο Πεδίον του Άρεως, στον διαγωνισμό ταλέντων του. Ήταν τότε η μεγαλύτερη πόρτα που θα μπορούσε ένας καλλιτέχνης να μπει για να διακριθεί. Αυτό περίμενα κι εγώ. Δεν θυμάμαι τι είχα τραγουδήσει αλλά φρόντισα να έχω ένα άλφα ρεπερτόριο. Κι έτσι έγινε. Το αστέρι ήτανε μεγάλο», είχε διηγηθεί ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Γιάννη Νένε και είχε δίκιο.
Η μητέρα του τον προορίζει για γιατρό, και τον στέλνει να σπουδάσει στην Γαλλία. Δεν ήταν όμως γραφτό. Στο Παρίσι δεν ασχολείται καθόλου με τις σπουδές του, αλλά λαμβάνει μέρος σε άλλο διαγωνισμό ταλέντων μαζί με άλλα 2.000 άτομα. Είναι η εποχή του Ζορμπά και το μπουζούκι γνωρίζει μεγάλη δημοσιότητα στην Ευρώπη.
Με την διάκριση που παίρνει ηχογραφεί στην Γαλλία τέσσερα τραγούδια.
Αντί για την Ιατρική, ο Σταμάτης Κόκοτας, ως Takis Coccotas αρχίζει να τραγουδάει στα καμπαρέ της εποχής και ξετρελαίνει το κοινό. Εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα, δισκογραφεί (και τα πρώτα χρόνια αλλά και μεταγενέστερα τραγουδώντας στα Γαλλικά το «Τα δάκρυά μου είναι καυτά» των Ξαρχάκου- Γκούφα, με τίτλο «Ne leur dis pas»), τραγουδά στην Γαλλική τηλεόραση δίπλα σε μεγάλους σαν τον Charles Aznavour.
Ακόμα και με την Edith Piaf τραγούδησε σε Gala που τον πήρε εκείνη μαζί της. Αλλά και στην Ιταλία με τον Gianni Morandi . Έλειψε τότε από την Ελλάδα οκτώ χρόνια. Ήθελε να μείνει. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια για εκείνον.
Η γνωριμία του Κόκοτα με τον Σταύρο Ξαρχάκο και η επιστροφή στην Ελλάδα
Σε εκείνα τα 8 χρόνια στη Γαλλία γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη (μια συνεργασία τους τότε δεν έγινε ποτέ, αφού ο μεγάλος δημιουργός προτίμησε να δώσει τα τραγούδια του σε γυναικεία φωνή) αλλά και με τον Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος και έπαιξε τον καταλυτικό ρόλο για την επιστροφή του Σταμάτη Κόκοτα στην Ελλάδα και το ξεκίνημα της τεράστιας καριέρας του εδώ.
Τον επισκέπτεται στην παριζιάνικη μπουάτ που τραγουδάει και με προσπάθεια τον πείθει να επιστρέψει στην πατρίδα και το 1966 τραγουδώντας Ξαρχάκο και Γκάτσο αρχίζει να χτίζει την καριέρα του.
Την χρονιά της επιστροφής του, δηλαδή το 1966 κάνει ένα πέρασμα από την ταινία «Διπλοπενιές» κάνοντας το μπουζούκι που συνοδεύει τον «μαέστρο» Βασίλη Αυλωνίτη και τον «Σταρ» Δημήτρη Παπαμιχαήλ, έχοντας κιόλας κάποιες λίγες ατάκες ως ρόλος, αλλά η μεγάλη επιτυχία έρχεται με το «Ένα μεσημέρι» («Στου Όθωνα τα χρόνια»).
Η δισκογραφική εταιρία εκείνη την εποχή τον πιέζει να αλλάξει το επίθετο του για να κάνει καριέρα και εκείνος αρνείται. Η πορεία του στον χώρο και οι πωλήσεις 100.000 δίσκων κάθε φορά που έβγαζε μια επιτυχία, σίγουρα τον δικαίωσαν.
Ο ίδιος έχει πει στη συνέντευξή του στον Γιάννη Νένε για το ξεκίνημά του: «Ο Ξαρχάκος ήταν αυτός που με επέλεξε, με συνέστησε στον κύριο Λαμπρόπουλο (της δισκογραφικής Columbia) κι από κει και πέρα ανοίξανε οι μεγάλοι δρόμοι για μένα.
Έφτασα κάπου και μετά όλοι οι μεγάλοι συνθέτες της Ελλάδας ήθελαν να γραμμοφωνήσουν μαζί μου. Διάλεγα τα τραγούδια. Ποια νομίζω ότι έπρεπε να πω και ποια όχι. Έκανα συμβόλαιο με τον κύριο Λαμπρόπουλο, ο οποίος μου φέρθηκε όπως πρέπει και κάτι παραπάνω, ποτέ δεν με στεναχώρησε, ποτέ δεν είπαμε μία στραβή κουβέντα αναμεταξύ μας… Είχα μία καριέρα ομαλή, από τις λίγες.
Στα 40 χρόνια συνεργασίας μας μου έδωσε πολλές δικαιοδοσίες. Τίποτα δεν μεταχειρίστηκα, το μόνο που ζήτησα ήταν ένα δωματιάκι να κάνουμε τις πρόβες μας με τον κάθε συνθέτη που ήθελε να μου περάσει ένα τραγούδι, να μου το μάθει».
Και συνέχιζε: «Κι έτσι έγινε ο Σταμάτης. Το λαϊκό τραγούδι, που βασιλεύει εδώ και πολλά χρόνια, είναι θρησκεία, δεν είναι παίξε γέλασε. Και μπορώ να πω, το υπηρέτησαν πολύ άξιοι άνθρωποι σαν τον Τσιτσάνη, σαν τον Καλδάρα… Ο Τσιτσάνης με αγαπούσε πάρα πολύ.
Άμα θα πάτε τώρα στο σπίτι του, εκεί που κοιμότανε δίπλα, στο κομοδίνο του, υπάρχει μία φωτογραφία μας, εγώ κι αυτός. Θα ’ναι και πενήντα χρόνια εκεί. Ήμασταν τόσο φίλοι που ήμουν “υποχρεωμένος”, μια φορά τον μήνα, να πηγαίνω να τρώμε μαζί. Με καλούσε στο σπίτι του. Ευγενέστατος άνθρωπος. Εξαιρετικός κύριος και πολύ μεγάλος στο είδος του. Σε αυτό που λέμε σύνθεση».
«Τις φαβορίτες δεν τις είχα από την αρχή που βγήκα. Μετά μού ήρθε, πώς να το πω, έπρεπε κάπως να επισημοποιήσω τον εαυτό μου. Και ήρθε από μόνο του. Και τις άφησα. Και πέσαν οι Αμερικάνοι με τα εκατομμύρια για να μου τις κόψουνε και να διαφημίσω κάποια ξυραφάκια. (σ.σ. 50.000.000 δραχμές φημολογείται ότι του πρόσφεραν τότε).
Εγώ τους είπα: “Δεν είμαι για τέτοια πράγματα. Αν θέλετε, εδώ στην Ομόνοια υπάρχει σιντριβάνι. Να σας πάω και να σας λούσω όλους με 50 κιλά Tide –πώς το λένε– για να το διαφημίσουμε”. Στο ντύσιμο ήμουν πάντα περιποιημένος. Ακολουθούσα τη μόδα. Πάρα πολύ καλά ντυμένος, μπορώ να πω. Από χρώματα φορούσα ό,τι ήταν στη μόδα. Και δεν είχα ράφτη. Έπαιρνα έτοιμα».
Ο Ωνάσης, η Κάλλας, η Τζάκι και τα 6 Long -play που πουλήθηκαν στο Sotheby’s
Η φιλία του με τον Αριστοτέλη Ωνάση ήταν μυθική και πολυσυζητημένη. «Ο κύριος Ωνάσης ήταν ένας καταπληκτικός άντρας, πολύ σωστός, μεγάλος επιχειρηματίας, ένα τρομερό μυαλό, μπορεί να πει κανείς» είχε πει για εκείνον και συνέχιζε: «Η Μαρία Κάλλας ήταν αυτή που ήταν, αυτή που ξέρουμε όλοι, η Θεά Μαρία. Πάρα πολύ καλή κυρία. Να είχε διαφορετική αντιμετώπιση προς εμάς; Αστειεύεστε; Στο κρεβάτι της να καθότανε, τον Κόκοτα άκουγε.
Και μου τα τραγουδούσε την άλλη μέρα με εκείνο τον τόνο της φωνής που ήταν δέκα οκτάβες πιο ψηλά από μένα (μιμείται τη φωνή της Κάλλας). Μου έλεγε: “Πολύ ωραίο αυτό. Κι αυτό μ’ αρέσει. Και εκείνο μ’ αρέσει”. Στην Αγγλία, στο Sotheby’s επουλήθησαν 6 Long-Play δικά μου, μέσα στα πράγματα της Μαρίας. Με την υπογραφή μου, βέβαια».
Η Μαρία Κάλλας όμως δεν ήταν η μόνη γυναίκα που γνώρισε δίπλα στον Ωνάση.
«Και την Τζάκι είχα γνωρίσει». Θα διηγηθεί χρόνια μετά: «Ήθελε η Τζάκι να μου γράψει ένα βιβλίο, είχε έναν από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους στο Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη. Κι ο Ωνάσης μου έλεγε “κάν’ το βρε, Σταματάκη, αφού σου λέει”. Με τίποτα εγώ. Δεν ήθελα. Ούτε τώρα το θέλω».
Πώς ήταν όμως ο Αριστοτέλης Ωνάσης; Πώς τον έζησε ο ίδιος;
«Ο μεγάλος Ωνάσης δεν κοιμόταν πολύ. Επέστρεφα από το μαγαζί το πρωί και έπειτα από δύο ώρες ύπνου, ερχόταν ο οδηγός του κάτω από το σπίτι μου και μου έλεγε “σήκω, το αφεντικό είπε να πάμε στον Σκορπιό”. Ξέρεις, με ελικόπτερο και τα σχετικά. Δεν υπήρχε βραδιά που να μην πεταχτώ στον Σκορπιό. Έλεγα "Μα" και μου απαντούσε "Δεν υπάρχει μα, έχουμε καλεσμένους".... Το πρωί καλεσμένους, το βράδυ καλεσμένους, είδα κι έπαθα... Φεύγαμε με το ελικόπτερο από εδώ και πηγαίναμε στον Σκορπιό».
«Γιε μου»: Ο μύθος γύρω από το πασίγνωστο τραγούδι του Κόκοτα
Ήταν το 1977 όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε 45άρι το πασίγνωστο αυτό τραγούδι των Απόστολου Καλδάρα- Λευτέρη Παπαδόπουλου και πολλοί τότε, αλλά και μεταγενέστερα πίστευαν πως το τραγούδι γράφτηκε για τον τραγικό θάνατο του γιου του Αριστοτέλη Ωνάση, Αλέξανδρου που είχε βυθίσει στη θλίψη τον Έλληνα κροίσο λίγα χρόνια νωρίτερα (23 Ιανουαρίου 1973).
Ο ίδιος ο Σταμάτης Κόκοτας όμως σε συνέντευξή του είχε ξεκαθαρίσει πως το συγκεκριμένο τραγούδι που υπήρξε και μια από τις τεράστιες επιτυχίες του είχε πίσω του μια άλλη εξίσου πονεμένη ιστορία.
«Το τραγούδι γράφτηκε για ένα πατέρα με ναρκομανή γιο. Τότε, τέλη δεκαετίας ’70, άρχισε να μπαίνει η πρέζα στη ζωή μας. Και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τα λέει όλα εδώ… Είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς… Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου, οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά. Ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά».
Όπως είχε αποκαλύψει και το παρακάτω περιστατικό: «Σε τουρνέ μου στην Αμερική, που έλεγα το «Γιε μου» και πήγε κάποιος ν’ ανάψει το τσιγάρο του –από πόνο, επειδή είχε χάσει το παιδί του– με αποτέλεσμα να πάρουν τα μαλλιά μου φωτιά και ο μπουζουξής να τραβάει το τραπεζομάντιλο για να τη σβήσει.
StaCoco: Σαν πλοίο που ναυάγησε…. Σχεδόν κυριολεκτικά
Η φιλία του με τον Αριστοτέλη Ωνάση σίγουρα τον επηρέασε σε πολλά επίπεδα. Ένα από αυτά ήταν και απόφασή του να κάνει μια επένδυση μπαίνοντας στον χώρο της ναυτιλίας, αγοράζοντας τότε ένα πλοίο ξηρού φορτίου κατασκευασμένο στη Γερμανία το 1952.
Το ονομάζει StaCoco και φημολογείται πως το φουγάρο του κοσμούσε η ζωγραφιά ενός μουσικού οργάνου, πιθανότατα μπουζουκιού. Ο ίδιος κατέβαινε συχνά στον Ασπρόπυργο για να φροντίσει το πλήρωμα αγοράζοντάς τους φαγητό από τις παραλιακές ταβέρνες της εποχής.
Το τελευταίο φορτίο του πλοίου του Σταμάτη, δεν έφυγε ποτέ. Ένα πρόβλημα που δε λύθηκε καθήλωσε το πλοίο στο σημείο όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα και πριν ενάμιση περίπου χρόνο το Up Stories έφερε το θέμα του εγκαταλελειμμένου καραβιού στην επιφάνεια με ένα μοναδικό βίντεο που δείχνει την κατάστασή του σήμερα.
Ο Σταμάτης Κόκοτας έχασε το πλοίο σε πλειστηριασμό όπως ήταν (φορτωμένο με τσιμέντο) και από τότε το εγκαταλελειμμένο καράβι άλλαξε αρκετά χέρια με τον τελευταίο ιδιοκτήτη του να θέλει να το βυθίσει στο σημείο για να οργανώνει εκεί scuba diving.
Το πάθος του για τα αυτοκίνητα και τους αγώνες και η πρόταση από τη Ferrari
Όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος στη ζωή του δεν έμενε έξω από πουθενά. Εμπειρίες. Έπαιζε ποδόσφαιρο στα νιάτα του, ήταν φανατικός Παναθηναϊκός και στενός φίλος με τον Πούσκας, τότε, αγόρασε άλογα και έτρεχε σε ράλι.
Το πάθος του για τα αυτοκίνητα ξεκινά στο Παρίσι. Στην Ελλάδα τον μυεί στα αυτοκίνητα ο Μίμης Μαρκομιχελάκης, με την οποίο κάνει αρκετές προπονήσεις με αναβάσεις στην Πάρνηθα. Ο Κόκοτας μάλιστα ήταν αυτός που έφερε την πρώτη Τζάγκουαρ που έφτασε στην Ελλάδα και που κόστιζε τότε σχεδόν 1.300.000 δρχ. Από τότε αρχίζει να μαζεύει συλλεκτικά κομμάτια αυτοκινήτων, τα οποία στην πορεία αφήνει σε φίλους, γκαράζ και διάφορες ταράτσες.
«Το αυτοκίνητο ήταν άλλη μεγάλη μου αγάπη». Έχει πει ο ίδιος για την ενασχόλησή του με το άθλημα και συνέχιζε: «Ε, εντάξει, κι εκεί έπαιξα. Το αυτοκίνητο είναι μία αγάπη η οποία είναι περαστική. Σήμερα, αλλού βρέχει. Είχα μία Λαμποργκίνι Μιούρα, καφέ, αλλά έτρεχα με την ΒΜW. Διακρίθηκα πολλές φορές, κέρδισα και τρίωρο Τατόι… (σ.σ 1969) Το λέω αυτό, διότι δεν είναι καθόλου εύκολο και παρόλα αυτά το κατόρθωσα». Ενώ είχε πρόταση- όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος- ακόμα και από τη Ferrari για να γίνει οδηγός της.
Να σημειώσουμε εδώ πως είναι καταγεγραμμένο πως την ημέρα της νίκης του στο Τατόι με την BMW 2002 οδηγούσε χωρίς παρμπρίζ και φορούσε γυαλιά μοτοσυκλέτας και μαντήλι για να προστατεύεται από τη σκόνη.
Όσο για την περιβόητη Laborghini Miura S από τον οίκο Bertone, αυτή ήταν δώρο στον Σταμάτη Κόκοτα από τον Αριστοτέλη Ωνάση που το 1969 είχε αγοράσει ένα από τα 140 αυτά αυτοκίνητα που παράχθηκαν από το 1968-1971.
Εννιά χρόνια αργότερα το 1978 ο κινητήρας πιάνει φωτιά από τα καρμπυρατέρ και ο ίδιος ο Σταμάτης Κόκοτας είχε διηγηθεί πως προσπάθησε να τη σβήσει με το σακάκι του. Η μηχανή στάλθηκε στη Laborghini και το αυτοκίνητο παρκαρίστηκε στο υπόγειο γκαράζ του Hilton, όπου και παρέμεινε για 25 ολόκληρα χρόνια. Η ανακατασκευή της μηχανής κόστιζε τότε υπέρογκο ποσό που ποτέ δεν πληρώθηκε και έτσι το συλλεκτικό υπέροχο αμάξι με τη μοναδική ιστορία παροπλίστηκε.
Το 2003 στις εργασίες ανακαίνισης του ξενοδοχείου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες ο Σταμάτης Κόκοτας μεταφέρει το αυτοκίνητο σε δικό του γκαράζ και το 2011 αποφασίζει να το πουλήσει.
Ο ιδιοκτήτης της Veloce Classic, Δημήτρης Σπυρόπουλος που αναλαμβάνει την πώληση σπάνιων αυτοκινήτων και το αυτοκίνητο αλλάζει χέρια και σήμερα κυκλοφορεί στην Ιταλία ολικά ανακατασκευασμένο.
Το θαύμα του Οσίου Ευμένιου που ποτέ δεν ξέχασε
Η πίστη ήταν για τον Σταμάτη Κόκοτα αδιαπραγμάτευτη. Ο ίδιος είχε γίνει και μάρτυρας ενός θαύματος για το οποίο μάλιστα είχε μιλήσει ανοιχτά τόσο σε τηλεοπτική εκπομπή, όσο και στον δημοσιογράφο Νίκο Νικόλιζα στον περασμένο Απρίλιο με αφορμή την Αγιοποίηση του πατέρα Ευμένιου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
«Είμαι ευτυχής που ο ιερέας αυτός αγιοποιήθηκε. Όσα είδα και έζησα στο νοσοκομείο πριν από αρκετά χρόνια και όσα έχω πει για το θαύμα που συντελέστηκε ισχύουν στο ακέραιο! Εγώ δεν λέω ποτέ πράγματα που δεν ισχύουν».
Με αυτά τα λόγια ο μεγάλος ερμηνευτής Σταμάτης Κόκοτας εξομολογήθηκε στην «Espresso» το θαύμα που έζησε ο ίδιος σε δημόσιο νοσοκομείο το 1996 με τον άγιο Ευμένιο, ο οποίος πρόσφατα αγιοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και συνέχισε:
«Είμαι σε κάποιο νοσοκομείο και υπάρχει ένα παιδάκι στο διπλανό δωμάτιο, το οποίο ψυχομαχεί. Είναι έτοιμο να πεθάνει, βγαίνουν έξω η μητέρα του, ο πατέρας του, οι φίλοι του και κλαίνε όλοι. Παραπέρα είναι ένας ιερωμένος, ένας καλόγερος, ένας γέροντας. Πηγαίνω και του λέω: “Πάτερ, δεν πας να διαβάσεις μια ευχή στο παιδάκι, μπας και κάνουμε τίποτα, να γίνει καλά;” Και πάει… δεν μπορώ να το πω από την ταραχή μου. Και το παιδάκι έγινε καλά. Το πιστεύετε; Ξέρετε ποιος σας το λέει; Ένας άνθρωπος που δεν πείθεται με τίποτα άμα δεν δει. Είναι μοναχός και είναι άγιος. Και λέγεται Ευμένιος».
Δύο γάμοι, τρία παιδιά και δύο εγγόνια
Το κομμάτι προσωπική ζωή ήταν πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας για τον Σταμάτη Κόκοτα. Αν ο γιος του Δημήτρης Κόκοτας δεν είχε ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι -κάτι που ο ίδιος ο πατέρας του δεν ήθελε, εκείνος ήθελε ο γιος του να γίνει γιατρός (όπως ήθελε και η μητέρα του για τον ίδιον)- πιθανότατα σπάνια θα είχαμε δει τα παιδιά του.
«Στον γιο μου, τον Δημήτρη, άρεσε πολύ το τραγούδι και παρά τις φωνές τις δικές μου, το ακολούθησε. Δεν ξέρω… κάτι άλλο ήθελα γι’ αυτόν. Αλλά το αγαπούσε πάρα πολύ. Εγώ προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι είναι δύσκολο πράγμα, κοίτα να κάνεις κάτι άλλο, κι αυτός πήγε και πήρε και κιθάρα κι άρχισε και μελετούσε. Σήμερα έχει γίνει ένας καλλιτέχνης που δεν το περίμενα ούτε εγώ. Έχει πολλά αβαντάζ και δεν νομίζω ότι με χρειάζεται για να τον συμβουλεύω. Είναι μεγάλο ταλέντο ο Δημήτρης» θα πει χρόνια αργότερα.
Έκανε δύο γάμους και απέκτησε τρία παιδιά. Tα δύο από την πρώτη του γυναίκα, τον Δημήτρη και την Έλλη. Χωρίζουν όταν τα παιδιά είναι πολύ μικρά.
Το 1972 γνωρίζει τη δεύτερη σύζυγό του Εύα, όταν εκείνη είναι μόλις 16 ετών. Αποκτούν μαζί μία κόρη τη Μαριάννα και παραμένουν μαζί ως το τέλος της ζωής του. Από τα μεγάλα του παιδιά έγινε και παππούς.
Τα τελευταία χρόνια δεν έβγαινε πολύ. Τουλάχιστον σε δημόσιες εμφανίσεις γιατί στη γειτονιά του στο Παλαιό Φάληρο συνήθιζε να βγαίνει για μικρές βόλτες περπατώντας στα κοντινά τετράγωνα, πάντα ευγενής και gentleman.
Τελευταία δημόσια εμφάνιση έκανε την περασμένη άνοιξη που βρέθηκε στο Hotel Ερμού για να απολαύσει την Άννα Βίσση που συγκινημένη φυσικά του έδωσε μικρόφωνο σε μια βραδιά που όσοι είχαν την τύχη να βρίσκονται στο μαγαζί σίγουρα δε θα ξεχάσουν.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη έγινε γνωστό ότι εισάχθηκε στο Ασκληπιείο της Βούλας λόγω αδιαθεσίας αλλά η κατάστασή του δεν εμπνέει ανησυχία. Δεν ήταν αλήθεια. Αυτή όμως ήταν η επιθυμία της οικογένειάς του και έγινε σεβαστή από όσους γνώριζαν την πραγματικότητα της κατάστασης της υγείας του που ήταν και σοβαρή και κρίσιμη και οδήγησε τελικά στο θάνατό του.
Διαβάστε επίσης: