Το συγκινητικό γράμμα του Μάνου Πετούση στον πατέρα του για όσα θα ήθελε να του έχει πει
Γιορτή του πατέρα: Πόσο εύκολο είναι να γράψει ένας γιος γράμμα στον πατέρα του που έχει φύγει από τη ζωή εδώ και πολλά χρόνια;
Οι ευαίσθητες ψυχές όπως αυτή του Μάνου Πετούση, ή Δημήτρη Μαραθάκη αν προτιμάτε από την επιτυχημένη σειρά «Σασμός» μπορούν να το κάνουν πολύ εύκολα. Γιατί οι άνθρωποι που αγάπησαν, έχουν «γράψει» για πάντα μέσα τους και παραμένουν ζωντανοί.
Ειδικά αν πρόκειται για τον πατέρα. Τον άνθρωπο που από την πρώτη μέρα της ζωής ενός παιδιού γίνεται ο στυλοβάτης, το στήριγμά του, ο ήρωάς του και αυτό δεν αλλάζει ποτέ. Μέχρι την τελευταία πνοή του γονιού που θέλησε να μεταλαμπαδεύσει στο παιδί του όλες τις αρχές και τις αξίες που θα τον έκαναν χρήσιμο και ικανό πολίτη σε μία κοινωνία. Γιατί αυτό ακριβώς είναι ο ορισμός του πατέρα.
Με αφορμή τη Γιορτή του πατέρα που γιορτάζεται κάθε χρόνο την τρίτη Κυριακή του Ιουνίου, ως άλλος Φραντς Κάφκα που έγραψε ένα βιβλίο 112 σελίδων με τίτλο «Γράμμα στον πατέρα», ο Μάνος Πετούσης γράφει ένα γράμμα στον πατέρα του που έφυγε νωρίς από τη ζωή. Και μέσα σε λίγες γραμμές, περικλείει όλα όσα θα ήθελε να του πει…
«15 Μαρτίου 1995… ώρα 8 παρά τέταρτο το βράδυ… Έκανα μάθημα. Μου ζήτησαν να βγω από την τάξη… Κατάλαβα… «Πήγαινε σπίτι», μου είπαν… Ατέλειωτη η ώρα από τη σχολή στην Αθήνα στο σπίτι… Έκανε, θυμάμαι, κρύο… Και είχες παγώσει και εσύ όταν σε αντίκρυσα... Θύμωσα. Θύμωσα πολύ… Και τώρα…; Τι κάνουμε τώρα;
Έφυγες νωρίς, και ξέρεις κάτι; Δεν προλάβαμε να κάνουμε πολλά πράγματα, δεν προλάβαμε να μιλήσουμε.
Δεν θα μείνω όμως εκεί. Γιατί τώρα μιλάει ο εγωισμός, η λύπη της θύμησής σου. Θα θυμηθώ όλα όσα προλάβαμε να κάνουμε. Δεν ήταν πολλά αλλά ακόμα τα θυμάμαι…Τότε που άγουρο παιδί ακόμα, μαζί με τα άλλα δύο αγόρια σου, μάς γνώριζες τη ζωή. Μας μάθαινες το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο, μας συμβούλευες, προσπαθούσες να μας πείσεις να κυνηγάμε τα όνειρά μας, μας όρκιζες να μείνουμε ως αδέλφια ενωμένα, γιατί το «αίμα νερό δεν γίνεται», όπως έλεγες.
Η αλήθεια είναι ότι είχες ένα δικό σου τρόπο να μας τα δείχνεις όλα… Και εμείς ακολουθούσαμε και ακούγαμε… Αν μπορούσαμε, ας κάναμε και αλλιώς… «Πράξεις», έλεγες… Εσύ έπραττες και εμείς... Ό,τι βλέπαμε, κάναμε…
Ξέρεις τι μου λείπει καμιά φορά;
Εκείνα τα σουβλάκια που μας έφερνες κάποια βράδια. Άνοιγε η πόρτα, θυμάμαι, και σε κοιτάγαμε στα χέρια… Και ύστερα καθόμασταν όλοι γύρω από το τραπέζι… Δεν έχω ξαναφάει πιο νόστιμο σουβλάκι από τότε…
Και οι Κυριακές το μεσημέρι. Από τη μέρα που έφυγες, οι Κυριακές δεν ήταν ποτέ ξανά ίδιες…
Είχες φροντίσει να μας τακτοποιήσεις πριν «φύγεις», παρ’ όλο που αυτό έγινε πολύ νωρίς. «Δουλειά για τα παιδιά μου… Να μην έχουν ανάγκη κανέναν»… Μην ανησυχείς, το γραφείο που μας άφησες, το συνεχίσαμε και το μεγαλώσαμε… Είναι από τα μεγαλύτερα ασφαλιστικά γραφεία…
Θα ήσουν πολύ υπερήφανος αν ζούσες και το έβλεπες… Μεταξύ μας, μπαμπά… Οι άλλοι δυο φροντίζουν για αυτό… Ο Γιώργος και ο Τάκης… Να τους έβλεπες μόνο από μια γωνιά… Από τους καλύτερους ασφαλιστές…!!!
Η φωτογραφία σου πάντως δεσπόζει στο χώρο για να σε βλέπουν όλοι και να γνωρίζουν τον πρωτεργάτη…
Το μόνο μου παράπονο είναι πως δεν πρόλαβες ποτέ να με δεις στο θέατρο.
Μάρτη έφυγες, Ιούλιο πάτησα για πρώτη φορά το σανίδι… Ήθελα να με δεις να κάνω αυτό που πραγματικά ζητούσε η ψυχή μου. Όπως ακριβώς, δηλαδή, με έμαθες εσύ. Ναι, μπαμπά, ζω το όνειρό μου. Κάνω αυτό που με γεμίζει και μου δίνει ζωή. Γιατί μέσα από το Θέατρο ζω. Και ξέρω πως θα ήσουν περήφανος για μένα. Δεν χρειάζομαι την γιορτή του πατέρα για να σε κλάψω ή να σε θυμηθώ. Είσαι μέσα μου, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πρότυπο και στήριγμα για όλους μας. Η φωνή της λογικής που πάντα, στη δική σου περίπτωση, συνοδευόταν από την ευαισθησία. Σ' αγαπάω μπαμπά και ησύχασε πια. Είμαστε όλοι καλά. Και ο Γιώργος… ναι… Και ο Τάκης… Είμαστε καλά…Είμαστε ευτυχισμένοι…»