Πέτρος Τατσόπουλος: «Επί δυόμιση χρόνια ήμουν gay και μετά ήμουν εχθρός των ομοφυλόφιλων»
«Ήταν μία ασήμαντη ιστορία, η οποία είχε φουσκώσει με παρανοϊκές διαστάσεις», απαντά ο Πέτρος Τατσόπουλος όταν καλείται να μιλήσει για τον πόλεμο που βίωσε όταν δήλωσε ότι, «έχει πάρει τη μισή Αθήνα».
«Όλα ξεκινούν από την παρουσίαση της σειράς 1821. Ένας φίλος μου στο facebook έκανε ένα αστείο και αποκάλεσε τον Κολοκοτρώνη gay. Αυτό αποδόθηκε σε εμένα, ότι το ανέφερα δήθεν μέσα στην σειρά. Η Χρυσή Αυγή άρχισε να φωνάζει ότι εγώ ξαφνικά είπα ότι ο γέρος του Μοριά στα πενήντα του χρόνια ήταν γκέι και είχε τούρκο γκόμενο. Μέσα στο μυαλό ακόμα και του πιο καθυστερημένου Χρυσαυγίτη εγείρετο η ερώτηση «Μα γιατί το είπε». Τα στελέχη του κόμματους τους απαντούσαν «Γιατί είναι εθνομηδενιστές. Αν λένε αυτά για τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη τι θα αναφέρουν για το κρυφό σχολείο ή την Αγία Λαύρα»; Ο μικρός χρυσαυγίτης, ο επίμονος, αυτό το ανήσυχο πνεύμα, όμως, συνέχιζε να ρωτά «Ναι! Μα γιατί τον είπανε γκέι και όχι κάτι άλλο»; Απαντάνε λοιπόν οι χρυσαυγίτες ινστρουκτορες «Γιατί είναι και ο Τατσόπουλος γκέι και θέλει να διαδώσει τον γκεισμό στα πέρατα της οικουμένης». Με παίζουν λοιπόν μπάλα δύο χρόνια έτσι. Έρχεται η μοιραία συνέντευξη που λέω στο δημοσιογράφο σε μία χαλαρή συζήτηση «Εγώ δε θα παίξω με τα πρότυπα της Χρυσής αυγή, η οποία μέσα στην ύψιστη υποκρισία της παίζει και με τα στερεότυπα του οικογενειάρχη του ετεροφυλόφιλου, του πατριώτη, ούτε θα πω πόσους γάμους έχω κάνει, ούτε θα φωτογραφηθώ με τα παιδιά μου για να δείξω τι καλός ετεροφυλόφιλος πατέραςκι επείσης έχω πηδήξει τη μισή Αθήνα. Εμένα βρήκαν να παρουσιάσουν ως το πρότυπο του γκέι». Δεν εννοούσα ότι έχω πηδήξει δύο εκατομμύρια γυναίκες», περιγράφει το περιοδικό Εγώ και συνεχίζει: «Επί δυόμισι χρόνια ήμουν γκέι και μετά ήμουν εχθρός των ομοφυλόφιλων. Απίστευτα χτυπήματα! Εκατομμύρια μαλακίες. Άρχισε ένα παιχνίδι ανάμεσα στον κανιβαλισμό και τον καρναβαλισμό.. Με γελοιοποίησαν, με κανιβάλησαν, ήθελαν να με φάνε ζωντανό». Όσο για το αν τον πλήγωσαν όσα ελέχθησαν; «Βρήκα εξωφρενικό ότι μια ολόκληρη χώρα ασχολιόταν μ' αυτό σα να το είπα κυριολεκτικά. Δεν το αντιμετώπισαν ως παροιμία, ως κοινό λόγο, ως κάτι το οποίο λέει ένας στους δύο Έλληνες».