«Φορτηγό μάζευε τα μπάζα που είχαν δημιουργηθεί από τα πιάτα που είχαν σπάσει το βράδυ»
Ο Γιώργος Φραντζέσκος, ο άνθρωπος που επί 39 ολόκληρα χρόνια δούλευε στα νυχτερινά κέντρα διηγείται ιστορίες και μιλά για τραγουδιστές που έγραψαν ιστορία στις πίστες.
Όλα «σκυλάδικα» είναι. Λένε όμως έτσι τα μικρά υποτιμητικά, για να αφήσουν απέξω τα μεγάλα». Η διαπίστωση αυτή ανήκει σε έναν άνθρωπο που έχει φάει τη νύχτα με το κουτάλι. Επί 39 χρόνια ο Γιώργος Φραντζέσκος δούλευε στα «σκυλάδικα». Δεν υπάρχει άνθρωπος στην «πιάτσα» που να μην τον γνωρίζει, αφού εργάστηκε και έστησε δεκάδες μαγαζιά, θεωρείται, όχι αδίκως, ο «μετρ των "σκυλάδικων"». Η αφήγηση του για τον κόσμο της νύχτας είναι η εικόνα όσων τη ζουν από τα μέσα, αλλά ταυτόχρονα και από τα Κάτω. Μακριά από τα φώτα της πίστας, μέσα στη σάλα. Εκεί που γίνονταν τα πάντα.
Η νύχτα του άρεσε πάντα. Από μικρός γύριζε στα μαγαζιά, επομένως η επαγγελματική ενασχόληση ήταν θέμα χρόνου. «Ήμουν μπερμπάντης, έβγαινα τα βράδια. Όταν ξεκίνησα, το 1978 είχα παρατηρήσει πώς δούλευαν τα μαγαζιά ως πελάτης και ξεκίνησα απευθείας ως μετρ. Άρχισε ως μια απλή δουλειά και έγινε το αίμα μου. Μπορεί να ήμουν άυπνος τέσσερις μέρες, αλλά όταν έμπαινα στο μαγαζί τα μάτια μου άνοιγαν».
Πρώτος σταθμός στην περιπλάνηση του στην αθηναϊκή νύχτα υπήρξε το «Ελιζέ» στην Αγία Παρασκευή. Οπως είπε, ήταν δική του ιδέα να μετατραπεί η κοσμική ταβέρνα σε μπουζουξίδικο. «Το 1971 ταβέρνα. Είπα τότε στον ιδιοκτήτη: “Γιατί δεν το κάνεις μπουζούκια; Θα στο φτιάξω εγώ". Ετσι έγινε. Βρήκα τους μουσικούς τους τραγουδιστές και ξεκινήσαμε». Δεν μπορούσε να θυμηθεί το πρώτο σχήμα του «Ελιζέ». Θυμήθηκε όμως τραγουδιστές που έγραψαν ιστορία στις μικρές πίστες της Αθήνας και της εθνικής οδού, οι οποίοι πέρασαν τα επόμενα χρόνια από το μαγαζί, όπως τους Θωμά Κόλαση, Νίκο Πάνο, Άγγελο Ζακυνθινό και Γιώργο Δερμιτζάκη. Επανέλαβε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι «στη νύχτα κυκλοφορούν τα καλύτερα παιδιά». Για να μην ακουστεί η φράση αυτή κλισέ, την υπερασπίστηκε με παραδείγματα. «Υπήρχαν βράδια που το μαγαζί δεν είχε δουλειά. Θυμάμαι τον Δερμιτζάκη να έρχεται στο κλείσιμο και να δίνει το μεροκάματό τους στους σερβιτόρους. Τέτοιο παιδί ήταν και πολλοί άλλοι».
Οι πλούσιοι πελάτες μπορούσαν, ξοδέψουν εκατομμύρια δραχμές σε πιάτα, σε λουλούδια και σαμπάνιες. Ένας γνωστός επιχειρηματίας είχε ερωτευτεί την τραγουδίστρια Σόφη Κωνσταντάτου. «Την "έχτιζε με σαμπάνιες". Ξόδευε για χάρη της πολλά λεφτά. Όμως εκείνη δεν μασούσε μ’ αυτά. Άλλες πάλι το κυνηγούσαν». Οι μεγάλες «ζημιές» έγιναν στα «σκυλάδικα» στα τέλη του 90 και τη δεκαετία του ‘00. «Τα πρωινά φέρναμε φορτηγό για να μαζέψουν τα μπάζα που είχαν δημιουργηθεί από τα πιάτα που είχαν σπάσει το προηγούμενο βράδυ» λέει, κάνοντας μια γλαφυρή αλλά πραγματική περιγραφή της κατάστασης. «Ούτε ταξί δεν μπορούσες να βρεις εκείνη την εποχή στην Αθήνα από τον κόσμο». Βέβαια, εκφράζει και το παράπονο του για πελάτες που δεν είχαν πρόβλημα να ξοδέψουν εκατομμύρια μέσα στο μαγαζί και δεν έδιναν ένα χιλιάρικο στους παρκαδόρους.
Και οι φασαρίες; «Αν δεν πειράξεις κάποιον, δεν σε πειράζουν. Βλέπεις, υπάρχουν κάποιοι που όταν πίνουν το βλέπουν πολεμιστές. Μια Πρωτοχρονιά, μια παρέα έκανε μανούρα στο «Ελιζέ». Ενοχλούσαν τους πελάτες, απειλούσαν. Τους βγάλαμε έξω και τους τουλουμιάσαμε. Και μάλιστα χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι. Τι να τους κάναμε; Να μας χαλούσαν το μαγαζί;» Αυτά ήταν τα απλά περιστατικά. Υπήρχαν και χειρότερα. «Έχω δει να πέφτουν πιστολιές δίπλα μου και να κάθομαι σούζα, έχω δει να βαράνε με φτυάρι. Εγώ όπου ήμουν προσπαθούσα να μη συμβαίνουν φασαρίες και να μη χρειαστεί να εμφανιστεί προστασία του μαγαζιού», λέει στο Έθνος.