Η απίστευτη ιστορία ζωής της πεθεράς του Σπύρου Λάτση που ήταν πρώτη σύζυγος του Μόραλη!
Ένα λάθος στην μετάφραση του επιθέτου της συζύγου του Σπύρου Λάτση, Ντόροθι (Δωροθέας), δεν επέτρεψε να γίνει γνωστή ποτέ μέχρι σήμερα η απίστευτη ιστορία ζωής της μητέρας της, Μαρίας Ρουσσέν, πρώτης συζύγου του διάσημου σε ολόκληρο τον κόσμο Έλληνα ζωγράφου Γιάννη Μόραλη!
Ντόροθι Μπράντλεϊ, γράφεται σε όλα τα Ελληνικά ΜΜΕ η σύζυγος του Σπύρου Λάτση, ενώ το πραγματικό της επίθετο είναι Μπάντελεϊ (Baddeley) και είναι η μεγαλύτερη κόρη της Μαρίας Ρουσσέν και του John Halkett Baddeley διπλωμάτη της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Ας πάρουμε όμως την συναρπαστική ιστορία της ζωής της μητέρας της-που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει ταινία- από την αρχή.
Η Μαρία Ρουσσέν γεννήθηκε το 1916 στην Αθήνα και ήταν η μεσαία –από πέντε- κόρη της Λίλλη και του Περικλή Ρουσσέν, Ναυάρχου του Ελληνικού Στόλου. Λόγω της θέσης του πατέρα τους οι πέντε αδερφές Ρουσσέν έπαιζαν πάντα σημαντικό ρόλο στην τότε κοσμική ζωή της Αθήνας και ήταν πασίγνωστες. Μια εικόνα που άλλαξε ριζικά όταν ο πατέρας τους λόγω των μοναρχικών πεποιθήσεών του αρνήθηκε να θέσει σε κίνδυνο τον Ελληνικό Στόλο.
Γι' αυτόν τον λόγο φυλακίστηκε και αυτό οδήγησε και στον πρόωρο θάνατό του. Η νεαρή τότε Μαρία αναγκάστηκε λόγω των συνθηκών να εγκαταλείψει τις σπουδές της και να πιάσει δουλειά σε εταιρία ηλεκτρικού της Αθήνας. Όντας τύπος μποέμ, από τα είκοσί της χρόνια κυκλοφορούσε και έκανε παρέα με τα μέλη των καλλιτεχνικών κύκλων της Αθήνας ενώ για ένα διάστημα πόζαρε ως μοντέλο για γνωστούς ζωγράφους, όπως ο Γιάννης Μόραλης και ο Γιάννης Τσαρούχης (πορτραίτο της μάλιστα δια χειρός Γιάννη Μόραλη φιλοξενείται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη).
Ζωγράφιζε μάλιστα και η ίδια επιδεικνύοντας, όπως λένε όσοι την γνώριζαν, ιδιαίτερο ταλέντο που σήμερα έχουν κληρονομήσει αρκετά από τα εγγόνια της, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού γιου του Σπύρου Λάτση, Αλέξανδρου που είναι εξαιρετικός γραφίστας. Μέσω της ζωγραφικής έγινε και η γνωριμία της με τον πρώτο σύζυγό της, Γιάννη Μόραλη που εξελίχθηκε σε έρωτα και τους οδήγησε σε γάμο. Δεν ήταν όμως γραφτό να κρατήσει. Οι φιλικές σχέσεις των δυο τους όμως κράτησαν εφ' όρου ζωής.
Κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής αλλά και του εμφυλίου που ακολούθησε, όπως όλοι οι Έλληνες πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές αλλά γνώρισε και τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον διπλωμάτη John Halkett Baddeley που μόλις είχε τοποθετηθεί σε σημαντικό πόστο στην Βρετανική Πρεσβεία της Αθήνας. Πολύ γρήγορα μετά την πρώτη γνωριμία τους αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους με γάμο.
Δεύτερος γάμος και για τους δύο. Εκείνος μάλιστα από τον πρώτο του γάμο είχε ήδη και δύο παιδιά και μαζί απέκτησαν άλλα τέσσερα. Την Ντόροθι, την Μιράντα, την Οριάννα και τον Τζωρτζ. Η Μαρία αφιερώθηκε στην οικογένειά της και στην ζωή της ως γυναίκα διπλωμάτη ακολουθώντας τον σύζυγό της σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Από το Χονγκ Κονγκ ως το Βέλγιο.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 σύσσωμη η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όπου ο John Baddeley ανέλαβε σημαντική θέση στο Foreign Office και έστησαν το σπιτικό τους στο Sussex κρατώντας όμως όλοι ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, την οποία επισκέπτονταν πολύ συχνά.
Όταν όλα τα παιδιά τους είχαν πια τακτοποιηθεί και κάνει δικές τους οικογένειες, τότε αποφάσισε να δεχτεί και πάλι μια θέση στο εξωτερικό, στην Βρετανική Πρεσβεία στην Ουάσινγκτον, η οποία όμως έμελλε να είναι και η τελευταία της ζωής του αφού λίγο καιρό αργότερα αρρώστησε και έφυγε γρήγορα από τη ζωή χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Ο χαμός του, συγκλόνισε την σύζυγό του που επιστρέφοντας στην Αγγλία δυσκολεύτηκε πολύ να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου του και να αρχίσει να ζει χωρίς αυτόν. Μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στο Fulham –με την ποδοσφαιρική ομάδα του οποίου απέκτησε πάθος- την Ελβετία και την Ελλάδα, η Μαρία Ρουσσέν Μπάντελεϊ, μια γυναίκα με εξαιρετικά ισχυρή προσωπικότητα , μια γυναίκα που το «σπίτι» της δεν προσδιοριζόταν τοπικά από γεωγραφικά σύνορα ή οικογενειακές σχέσεις – όπως είπε χαρακτηριστικά ο γιος της Τζωρτζ την ημέρα της κηδείας της- ήταν η δημοφιλέστερη «γιαγιά» ανάμεσα στα δεκάδες πια εγγόνια της. Έφυγε από τη ζωή τον Νοέμβριο του 2005 βυθίζοντας στο πένθος σύσσωμη την οικογένειά της.