Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Κινδύνεψα να πεθάνω από την πείνα δύο φορές»
Ο σημαντικότερος ποιητής της Θεσσαλονίκης και από τους σπουδαιότερους στην Ελλάδα.
Έχει γράψει λίγα ποιήματα σε μόλις έξι ποιητικές συλλογές και όμως φαίνεται ότι είναι από τους πολυγραφότερους. Ο λόγος για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξη του γυρνά τον χρόνο πίσω στην παιδική του ηλικία.
Υπήρξε κάτι για το οποίο έχετε ντραπεί σε σχέση με τους γονείς σας;
«Για τον πατέρα μου. Όταν στο τέλος τον έφερναν από την ταβέρνα και μου φώναζαν οι γειτόνισσες: "Ντίνο, βγες, έφεραν τον πατέρα σου"».
Εχει ενδιαφέρον που το λέτε με μια συναισθηματική ουδετερότητα. Ως παιδί νιώθατε άνετα μέσα στα παραμύθια;
«Στα παραμύθια όπως είναι στη γέννησή τους: τέλεια. Από εκεί και πέρα αρχίζουν να καταστρέφονται καθώς τα παίρνουν διάφοροι άξεστοι και λαϊκοί άνθρωποι οι οποίοι τα τροποποιούν και τα χαλούν. Το παραμύθι είναι έργο τέχνης υψηλής κλάσεως και μάλιστα από όσο χαμηλότερα προέρχονται τόσο υψηλότερης τέχνης είναι. Γενικά ο λαός, όσο πιο ανεπεξέργαστος τόσο πιο σπουδαίος είναι. Τα παραμύθια και τα δημοτικά τραγούδια, όταν προέρχονται από αυτόν τον λαό, είναι καταπληκτικά».
Υπήρξε κάποιο απρόσμενο πρόσωπο στη ζωή σας στο οποίο χρωστάτε πολλά;
«Πράγματι, είχα έναν πλούσιο θείο ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ και στο να σπουδάσω αλλά και γενικότερα. Από πολύ νωρίς, χάρη σε αυτόν τον θείο, συνειδητοποίησα ότι διαφέρω σε κάποια πράγματα από τα υπόλοιπα παιδιά».
Στην Κατοχή ήσασταν ήδη δεκάχρονο παιδί. Κινδυνέψατε;
«Κινδύνεψα να πεθάνω από την πείνα δύο φορές. Το 1941 ήταν λίγο πιο υποφερτά τα πράγματα, το 1942 όμως είχαν φτάσει στο άκρο».
Θυμάστε το συναίσθημα;
«Πολύ καλά. Εζησα και ένα βήμα παραπάνω. Εφτασα στο απροχώρητο και έλεγα "τώρα θα πεθάνω". Η μάνα μου, που επίσης κινδύνευε από την πείνα, με προέτρεπε να πεθάνουμε μαζί. Ελεγε "σώθηκαν πια τα ψωμιά μας, τόσο ήταν να ζήσουμε". Μέναμε κοντά στην Αχειροποίητο, στο κέντρο, όπου επί Κατοχής γινόταν κάτι φοβερό, ακόμη και τώρα που το λέω ανατριχιάζω. Κάθε απόγευμα μαζεύονταν διάφοροι φουκαράδες για να πεθάνουν και όταν την άλλη μέρα δεν τους έβλεπα, μου έλεγαν ότι τους πήρε το κάρο της Δημαρχίας. Εζησα πολλές φορές αυτό που αργότερα καταντήσαμε να θέλουμε μάνα και γιος, να καθήσουμε σε μια άκρη της Αχειροποιήτου και να πεθάνουμε. Ηταν τραγικό, δεν μπορείς να φανταστείς».
Σήμερα τι συναίσθημα σας δημιουργεί ο θάνατος;
«Προς το παρόν, με αφήνει αδιάφορο, αλλά αν πεθάνω τώρα, θα φύγω ευχαριστημένος γιατί εκείνα που ήταν να γράψω τα έχω γράψει».
Πηγή: Το Βήμα