Μπήκανε κλέφτες στο γραφείο του και ούτε ο ίδιος δεν πίστευε τι πήραν…
Περιγράφει ο ίδιος την διάρρηξη στο γραφείο του, τα όσα αντίκρισε και αποκαλύπτει τι ήταν αυτό που τον έκανε να μην πιστεύει στα μάτια του…
«Την προηγούμενη εβδομάδα, πηγαίνοντας το πρωί να ανοίξω το γραφείο των εκδόσεων «Φερενίκη» επί της οδού Σπευσίππου, διαπίστωσα ότι η θύρα είχε παραβιασθεί. Εισερχόμενος στο ισόγειο κατάστημα-βιβλιοπωλείο, παρατήρησα δια γυμνού οφθαλμού ότι έλειπαν υπολογιστές, φαξ, τηλέφωνα, πρίντερ και άλλος εξοπλισμός. Όσο περνούσε η ώρα, οι απώλειες πλήθαιναν. Έλειπε ένας πίνακας, δώρο της εικαστικού πρώτης συζύγου μου, ένας υγραντήρας πούρων, διάφορα βασιλικά memorabilia και δύο συσκευασμένες κούτες με το βιβλίο μου «Τάμα στη Μύκονο» που προορίζοντο για το Public. «Τι θα τα κάνουν τα βιβλία;», ήταν η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου, για να διορθωθεί αμέσως από μια δεύτερη, πιο λογική σκέψη: «Νύχτα ήταν, δεν θα πρόσεξαν τι έπαιρναν». Το ίδιο μεσημέρι, πηγαίνοντας να γευματίσω με μία συγγραφέα στην ταβέρνα της γειτονιάς, διηγήθηκα το περιστατικό στον ταβερνιάρη και φίλο. Η αντίδραση του με εξέπληξε. Αντί να με παρηγορήσει ή τουλάχιστον να συγκατανεύσει στη συμφορά που με βρήκε, βάλθηκε να μου απαριθμεί τις διαρρήξεις που έγιναν τον τελευταίο καιρό στην περιοχή. Η πιο ευφάνταστη, που σπεύδω να μοιρασθώ με τους αναγνώστες, είχε ως πρωταγωνιστές μια φιλήσυχη ιδιοκτήτρια διαμερίσματος επί της οδού Χάριτος και δύο αθίγγανους ή, άλλως πώς αποκαλούμενους, τσιγγάνους. Για όσους δεν το γνωρίζουν, εδώ και αρκετά χρόνια αγροτικά αυτοκίνητα φορτωμένα με γλάστρες περιέρχονται στους δρόμους των καλών συνοικιών, αναγγέλλοντας μέσω μεγαφώνου την πραμάτεια τους. Απ' ό,τι φαίνεται, δεν είναι λίγοι εκείνοι που «τσιμπούν», είτε λόγω τεμπελιάς να ασχοληθούν οι ίδιοι με τον καλλωπισμό της βεράντας τους είτε για οικονομικούς λόγους, πιστεύοντας ότι η εν λόγω λύση είναι φθηνότερη. Η στήλη δεν γνωρίζει την πατρότητα της φράσεως «το φθηνό είναι ακριβό», πάντως δεν χάνει ευκαιρία για να επιβεβαιώνει την ακρίβεια της. Υπάρχει και μια άλλη φράση, πιο διαδεδομένη: «Η φτώχεια τρώει τον παρά». Μια ακόμη επιβεβαίωση έλαβε χώρα εκείνο το μεσημέρι, όταν η κυρία του Κολωνακίου έκανε σήμα από το μπαλκόνι της στους πλανόδιους ότι ενδιαφέρεται για την πραμάτεια τους. Σαν έτοιμοι από καιρό, εκείνοι πάρκαραν το μπαρουτοκαπνισμένο Τογιότα τους σε διπλή γραμμή και ανέμεναν με σχετική εγρήγορση τη μελλοντική τους πελάτισσα. Ήταν δε τέτοια η προθυμία τους ώστε, όταν η αγοραπωλησία ολοκληρώθηκε -2 ή 3 γλάστρες- πρότειναν να τις ανεβάσουν οι ίδιοι στο διαμέρισμα και επί τη ευκαιρία να πε-ριποιηθούν και τα υπόλοιπα φυτά. Φαντάζεται κανείς τον ενθουσιασμό της κυρίας που απεδέχθη ασμένως την πρόταση των ευγενικών πωλητών. Πού να φανταζόταν, όμως, ότι λίγα λεπτά αργότερα, ωρυόμενη από το ίδιο μπαλκόνι, θα φώναζε προς όποιον μπορούσε να ακούσει: «Κλέφτες, κλέφτες! Πιάστε τους!». Τι είχε συμβεί, είναι ηλίου φαεινότερον. Την ώρα που ο ένας από τους δύο αθίγγανους έδειχνε στην ανύποπτη κυρία πώς να βάζει λίπασμα στη γαρδένια της, ο έτερος αθίγγανος ξάφριζε όσα τιμαλφή κα χρήματα έβρισκε στα ντουλάπια και σε άλλες κλασικές ή μη κρυψώνες του διαμερίσματος.
Η λεία, κατά τα λεγόμενα της παθούσης, ήταν σημαντική, όπως σημαντικές είναι οι λείες πλέον των περισσότερων διαρρήξεων, λαμβανομένου υπόψη ότι το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού έχει αδειάσει τους λογαριασμούς του στις τράπεζες και τις θυρίδες, φοβούμενο ενδεχόμενο πιστωτικό γεγονός. Η προμήθεια συστημάτων συναγερμού ή π τοποθέτηση κλειδαριών ασφαλείας, απ' ό,τι καταδεικνύει το εν λόγω περιστατικό, δεν στέκονται ικανές να αναχαιτίσουν την ευρηματικότητα των διαρρηκτών. Εν κατακλείδι, ας μου επιτραπεί να ευχηθώ στους «δικούς μου» καλή ανάγνωση!» έγραψε στο Secret ο Χρήστος Ζαμπούνης.