Πέντε χρόνια χωρίς τον Νίκο Κούρκουλο
Από το γήπεδο της Λεωφόρου στην Δραματική Σχολή και από το Μπρόντγουεϊ στην διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, η πορεία του «μοναδικού Έλληνα σταρ» όπως τον έχουν πει, ήταν γεμάτη εμπόδια και αμφισβήτηση. Πολεμούσε όμως πάντοτε σαν παληκάρι, όπως οι ήρωες των ταινιών που τον καθιέρωσαν. Μέχρι τέλους. Όπως έκανε και με τον καρκίνο, που τελικά όμως τον κατέβαλε στις 30 Ιανουαρίου του 2007.
Ήταν δέκα ημέρες πριν την 21η Απριλίου του 1967, όταν το "Illya Darling", το μιούζικαλ του Ζιλ Ντασέν, που βασιζόταν στην δική του ταινία, στο «Ποτέ την Κυριακή», ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Mark Hellinger του Μπρόντγουεϊ.
Με το που κατέλαβε την εξουσία η Χούντα των Συνταγματαρχών, το έργο μετατράπηκε στο καθημερινό, ζωντανό μανιφέστο της Μελίνας Μερκούρη υπέρ της δημοκρατίας. Η επιτυχία του ήταν τεράστια –κράτησε για 320 παραστάσεις και προτάθηκε για 6 βραβεία Tony, το θεατρικό αντίστοιχο των Όσκαρ: Ένα για την ερμηνεία της Μελίνας, ένα για το καλύτερο μιούζικαλ, ένα για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ένα για την σκηνοθεσία του Ντασέν, ένα για τις χορογραφίες της Όνα Γουάιτ κι ένα για τον 32χρονο γοητευτικό άνδρα που υποδυόταν τον Τόνιο, τον ρόλο που στο σινεμά είχε παίξει ο Γιώργος Φούντας. Ο ηθοποιός της ιστορίας μας δεν ήταν άλλος από τον Νίκο Κούρκουλο.
«Με βασανίζει το ερώτημα αν έχω ταλέντο, αν είναι αλήθεια αυτό που λένε οι άλλοι ότι έχω ταλέντο... Λένε ότι είμαι καλός ηθοποιός. Εμένα όμως αυτό με βασανίζει καθημερινά. Και θα με βασανίζει ώσπου να πεθάνω», είχε πει κάποια στιγμή ο Κούρκουλος. Δεν τού έφθαναν οι δάφνες από μια καριέρα με στιγμές σαν αυτήν που περιγράψαμε παραπάνω, με διακρίσεις δίπλα στους μέγιστους της ελληνικής τέχνης, για να πειστεί ότι ήταν όντως κι αυτός ένας από εκείνους. Η ανασφάλεια του ηθοποιού πάνω στο σανίδι είναι πάντα ο πιο επίμονος εχθρός του. Κι ο Νίκος Κούρκουλος είχε κάνει τόσα στον κινηματογράφο και, κυρίως, στο θέατρο, αλλά πάντοτε θα έβρισκε την αμφισβήτηση στη γωνιά του δρόμου και πάντοτε θα τον βασάνιζε μήπως η αλήθεια πού τού έλεγαν οι γύρω του και η αλήθεια που πίστευε ο ίδιος δεν ήταν αυτή που αποδέχονταν οι πολλοί.
Ο Κούρκουλος του «όχι άλλο κάρβουνο»
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με τις παλιές ελληνικές ταινίες να παίζονται και να ξαναπαίζονται τα μεσημέρια της Κυριακής στα κανάλια, το «όχι άλλο κάρβουνο» έγινε μια φράση – σύμβολο της υπερβολής στην υποκριτική και ο Κούρκουλος μια πιο light (και πιο γοητευτική εκδοχή) του Νίκου Ξανθόπουλου. Για τη νέα γενιά είναι το τίμιο παιδί του λαού που το γουστάρουν οι γυναίκες και μέχρι εκεί. Το ποιος ήταν πραγματικά ο Νίκος Κούρκουλος την δεκαετία του '60, τις διθυραμβικές κριτικές από ανθρώπους σαν τον Άγγελο Τερζάκη ή την στήριξη από κορυφαίους θεσπιείς σαν τον Μάνο Κατράκη δεν τις έζησαν ποτέ. Και η μακρινή άνοιξη του '67, το Μπρόντγουεϊ και η υποψηφιότητα για το Tony είναι αναμνήσεις που πια έχουν πολύ λίγοι.
Το 1986 ξεκίνησε μια νέα ζωή δίπλα στον άνθρωπό του, την Μαριάννα Λάτση, την οποία γνώρισε σε μια παράσταση στην Επίδαυρο και χώρισε την επόμενη χρονιά τη σύζυγό του Μελίτα για χάρη της. Με τη δεύτερη σύζυγό του απέκτησαν δύο παιδιά, την Εριέτα και τον Φίλιππο. Το 1994 (και μέχρι τον θάνατό του) ανέλαβε την διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Το έργο που τελικά άφησε πίσω του στο Εθνικό, ήταν τεράστιο: Ίδρυσε το Παιδικό Στέκι, την Πειραματική Σκηνή, το Εργαστήρι Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας, την Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, τον Άδειο Χώρο, την Διεθνή Σκηνή, αναβάθμισε την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ξεκίνησε τις περιοδείες σε Ελλάδα και εξωτερικό κι έφερε ξένους σκηνοθέτες στην χώρα μας. Κυρίως, όμως, πρωτοστάτησε στην εκ βάθρων ανακαίνιση του ιστορικού κτηρίου του Εθνικού Θεάτρου, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου.
Με το τριφύλλι στο στήθος
Και να φανταστεί κανείς ότι μόλις στα τέλη της δεκαετίας του '50 ο, γεννημένος το 1934, Νίκος Κούρκουλος αποφάσισε ν' ασχοληθεί με την υποκριτική. Κι αυτό σχεδόν κατά τύχη. Την δεύτερη δεκαετία της ζωής του έπαιζε μπάλα στον Παναθηναϊκό ως αμυντικός. Ήταν γιος μιας αγροτικής οικογένειας από την Κέρκυρα που είχε έλθει να ζήσει στην περιοχή του Ζωγράφου –ο πατέρας του έκανε τον κουρέα για να βγάζει τα προς το ζην. Στα χώματα του «Απόστολος Νικολαΐδης», ο γοητευτικός Κούρκουλος γνώριζε την αγάπη της κερκίδας τις Κυριακές, αλλά ήταν ένα άλλου είδους χειροκρότημα αυτό που τον κέρδισε περισσότερο. Όταν κάποια στιγμή διάβασε κάποια βιβλία για το θέατρο, αποφάσισε ότι ήθελε να σπουδάσει υποκριτική. Κατάφερε να περάσει στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ν' αποφοιτήσει το 1958. Εκεί τον πρωτοείδε ο Μάνος Κατράκης και εκτίμησε το ταλέντο του –και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το Εθνικό Θέατρο έγινε το σπίτι του. Για τον Κούρκουλο ο ρόλος που το ανατέθηκε το 1994 δεν ήταν κάποιου τύπου επιβράβευση. Ήταν το απόλυτο όνειρό του: να διευθύνει μια μέρα σαν «πατέρας» την οικογένεια που τον μεγάλωσε.
Έπαιξε σε πάνω από τριάντα ταινίες στην χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Κάποιες δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερο. Εκείνες οι μονομαχίες του με τον Ανέστη Βλάχο στα ελληνικά... γουέστερν της εποχής φταίνε περισσότερο για το πώς έμαθε τον Κούρκουλο η νέα γενιά. Γιατί η νέα γενιά δεν τον έζησε στο θέατρο, όπου την ίδια περίοδο ξεδίπλωνε το τεράστιο ταλέντο του σε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης κλασσικής δραματουργίας. Μερικοί από τους πιο αξιομνημόνευτους ρόλους του ήταν στην «Μήδεια» το '59, στην «Μικρή μας Πόλη» το '60, στην «Λούλου» το '65, στην «Όπερα της Πεντάρας» το '75, στην «Φωλιά του Κούκου» το '87 και στον «Φιλοκτήτη» στην Επίδαυρο, το 1994, στην τελευταία του θεατρική εμφάνιση.
Οι γυναίκες της ζωής του
Είναι αναρίθμητες οι παραστάσεις στις οποίες πρωταγωνίστησε, όλη του η ζωή ήταν το θέατρο. Την σύζυγό του άλλωστε, και μητέρα των δύο πρώτων του παιδιών την γνώρισε σε μια παράσταση –όπως άλλωστε και την Μαριάνα Λάτση. Η Μελίτα Κουτσογιάννη ήταν βοηθός σκηνοθέτη, άνθρωπος κι εκείνη του θεάτρου. Γνωρίστηκαν στο Θέατρο Ρεξ το 1963, όταν ο Κούρκουλος έπαιζε με την Τζένη Καρέζη στην «Γειτονιά των Αγγέλων» και η Μελίτα πήγε να τούς συγχαρεί στα καμαρίνια μετά την παράσταση. Με την Καρέζη, όπως άλλωστε και με δεκάδες άλλες πανέμορφες γυναίκες νωρίτερα ο Κούρκουλος είχε πολλές σύντομες περιπέτειες. Ήταν μια περίοδος που για χάρη του «μοναδικού Έλληνα σταρ», όπως τον απεκάλεσε ο, μετέπειτα σύζυγος της Τζένης Καρέζη, Κώστας Καζάκος, νεαρές έσκιζαν τα ρούχα του τραβώντας τον στον δρόμο να τούς υπογράψει ένα αυτόγραφο στο στήθος. Όμως ο έρωτας για την Μελίτα ήταν ακαριαίος και σύντομα κατέληξε σε γάμο. Μαζί έκαναν τον Άλκη και την δεύτερη Μελίτα, την κόρη του. Έμειναν μαζί για 23 χρόνια και διηύθυναν παρέα το θέατρο «Κάππα».
Το 1994, σε μια συνέντευξή του για την τηλεοπτική εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω», ο Νίκος Κούρκουλος, γοητευτικός ακόμη στα 62 του, με το τσιγάρο στο χέρι και καθισμένος με σταυρωμένα τα πόδια στην πολυθρόνα του, μιλώντας αργά και με σιγουριά, δεν δίστασε να εκφράσει τον απεριόριστο σεβασμό προς την Μελίτα Κουτσογιάννη, με την οποία διατήρησε άριστες σχέσεις και μετά τον χωρισμό τους. Αλλά, κυρίως, δεν φοβήθηκε να μιλήσει ανοικτά ούτε για άλλες, εφήμερες, ερωτικές σχέσεις που είχε κατά την διάρκεια του γάμου τους, ούτε για την ημέρα που αποφάσισε να δώσει τέλος σ' αυτόν, λόγω της Μαριάννας Λάτση: «Είχα κι άλλες περιπέτειες, αλλά δεν έπαψα να είμαι ερωτευμένος με την Μελίτα. Κι όταν ερωτεύθηκα έναν άλλον άνθρωπο, έναν επίσης συγκλονιστικό άνθρωπο, της το είπα: Δεν είμαι ερωτευμένος πια μαζί σου».
Ο πόλεμος με τον καρκίνο
Σε μια συνέντευξή του το 2002 στο περιοδικό "View", είχε θυμηθεί μια συγκλονιστική στιγμή από τη σχέση του: «Εγώ ερωτεύθηκα την Μαριάννα ακαριαία. Αλλά κάποια στιγμή της είπα: "Εμείς δεν έχουμε μέλλον. Εσύ είσαι εκεί που είσαι, εγώ εκεί που είμαι –και δεν μπορώ να γίνω άλλος. Άρα δεν νομίζω ότι μπορούμε να κοιτάμε το μέλλον μαζί". Μού είπε λοιπόν κάτι που με συγκλόνισε: "Aν μιλάς για τα λεφτά, ο πατέρας μου τα έκανε, όχι εγώ. Δεν είναι δικά μου, δεν είναι εγώ. Εγώ είμαι η Μαριάννα. Αυτήν γνώρισες. Όχι τα λεφτά της". Και η συνέχεια το απέδειξε».
Στην ίδια συνέντευξη δεν είχε διστάσει να μιλήσει ανοικτά και για την ασθένειά του. Είχε μόλις καταφέρει να πολεμήσει επιτυχημένα για πρώτη φορά τον καρκίνο του φάρυγγα και να επανέλθει δυναμικά στα καθήκοντά του στο Εθνικό Θέατρο: «Είδα ανθρώπους που συγκλονίστηκαν με αυτό που μού συνέβη και είδα ανθρώπους που χάρηκαν. Που πίστεψαν ότι δεν θα ξαναγυρίσω κι ότι πάει ο Κούρκουλος, μας τελείωσε. Εγώ πάντα έλεγα "Γιατί όχι και σε μένα". Άνθρωπος είμαι, φθαρτός, δεν είμαι αλώβητος. Είδα τους γονείς μου να φεύγουν, είδα δυο αδέλφια μου να χάνονται – ο ένας καπετάνιος από ναυάγιο στον Ατλαντικό, ο άλλος πολιτικός μηχανικός, πέφτοντας στην οικοδομή. Από νέος συνειδητοποίησα πόσο κοντά είναι ζωή και θάνατος. Αλλά έχω δύναμη, έχω δύναμη να πολεμήσω». Και πολέμησε όντως, μέχρι τέλους. Παραμένοντας στην θέση του «οικογενειάρχη» του Εθνικού Θεάτρου, παλεύοντας να το μετατρέψει από «μια άθλια δημόσια υπηρεσία» (όπως έλεγε) σ' αυτό που ήταν στα χρόνια του Κατράκη και του Ροντήρη, πασχίζοντας ν' αποδείξει σε όσους συνέχιζαν να τον αμφισβητούν την αξία του, στηριζόμενος από την Μαριάννα Λάτση και από την πρώην σύζυγό του και από τα παιδιά του, αγνοώντας όσους ζήλευαν την λάμψη του και βιάζονταν να μιλήσουν εναντίον του. Πάλεψε για χρόνια, αλλά ο καρκίνος σπάνια χάνει στο τέλος. Και το τέλος του Νίκου Κούρκουλου τον βρήκε σαν σήμερα, πριν πέντε χρόνια, στις 30 Ιανουαρίου του 2007, σε ηλικία 72 ετών.