Η συγκλονιστική μαρτυρία του δημοσιογράφου Θάνου Δημάδη για τη νύχτα που έζησε στο αυτόφωρο
Ο δημοσιογράφος Θάνος Δημάδης περιγράφει μια προσωπική του εμπειρία όταν οδηγήθηκε στο κρατητήριο γιατί οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ.
Ο ίδιος έγραψε στο protagon:
«Από τα όσα γράφονται και λέγονται για τα όρια της αστυνομικής βίας και το ως πoιo σημείο αυτή μπορεί να είναι κοινωνικά αποδεκτή ως μέσο συμβολικής αλλά και ουσιαστικής καταστολής της οποιαδήποτε διαβαθμισμένης μορφής εγκλήματος, παίρνω την αφορμή να διηγηθώ μία προσωπική ιστορία.
Θα γυρίσουμε τέσσερα χρόνια πίσω. Στα μέσα του 2009. Ένα Σάββατο βράδυ που μετά από ποτά με τους φίλους μου επέστρεφα σπίτι μου, το οποίο παρεμπιπτόντως βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας, το Μοναστηράκι. Έχοντας κάνει το λάθος- που έκτοτε δεν έχω επαναλάβει ξανά- να οδηγώ μετά από διασκέδαση, με συνέλαβαν σε μπλόκο για κατανάλωση αλκοόλ άνω του επιτρεπτού ορίου. Πέρασα αυτόφωρο και έμεινα μέχρι το επόμενο πρωί που οδηγήθηκα στο δικαστήριο.
Είθισται εμείς οι δημοσιογράφοι να έχουμε διακριτική μεταχείριση σε τέτοιες περιπτώσεις, ήτοι σημαίνει να έχεις την πολυτέλεια να μην περάσεις το βράδυ σου μέσα στο κρατητήριο μαζί με άλλους κρατούμενους και οι συνθήκες κράτησής σου να είναι «πιο χαλαρές» από το αναμενόμενο. Όλοι γνωρίζουμε πώς λειτουργούν αυτά τα πράγματα και αυτό που γράφω θεωρώ ότι δεν αποτελεί έκπληξη για κανέναν. Δεν μπήκα στον πειρασμό να το κάνω επικαλούμενος την δημοσιογραφική μου ιδιότητα γιατί είχα την περιέργεια να ζήσω μία τέτοια εμπειρία. «Λίγες ώρες στο κρατητήριο. Και τι έγινε;» σκέφτηκα. Άλλωστε αφού είχα οδηγήσει υπό την επήρεια αλκοόλ, έπρεπε να υποστώ τις συνέπειες και το πάθημά μου να μου γίνει μάθημα. Μπήκα λοιπόν στο κελί, όπως έπρεπε, χωρίς να βγάλω κιχ.
Εκεί αντικρίζω τρεις τύπους. Ήταν οι... συγκρατούμενοι μου. Δύο Έλληνες κι ένας αλλοδαπός, που είχαν συλληφθεί για διαφόρων ειδών αδικήματα. Μοιράστηκα μαζί τους ένα ξεχαρβαλωμένο βρώμικο στρώμα πεσμένο στο γεμάτο λάσπες πάτωμα. Κάθισα δίπλα τους χωρίς κανένας μας να φαινόταν να έχει όρεξη για κουβεντολόι εκείνη την ώρα. Θυμάμαι μόνο πως ήθελα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι το ξημέρωμα που θα με έπαιρναν από εκεί.
Όλες εκείνες τις ώρες, μια ομάδα τριών αστυνομικών καθόντουσαν στην διπλανή αίθουσα έχοντας από μακριά οπτική επαφή μαζί μας. Ξαφνικά ένας κρατούμενος φώναξε προς την μεριά των αστυνομικών ζητώντας τους να τον οδηγήσουν στην τουαλέτα για την ανάγκη του. Τότε ήρθε το πρώτο σοκ. Ο ένας από τους τρεις αστυνομικούς- ήταν νέο παιδί όχι πάνω από 25 ετών- πλησιάζει προς το κελί μας. Στέκεται για μερικά λεπτά έξω από τα κάγκελα κοιτώντας έναν-έναν στα μάτια. Και ξαφνικά αρχίζει να φωνάζει απευθυνόμενος προς όλους μας «γαμημένα να ψοφήσετε όρθιοι, τουαλέτα δεν θα πάει κανείς μέχρι να σκάσετε» (!). Σηκώνομαι όρθιος και αρχίζω να διαμαρτύρομαι στους άλλους δύο αστυνομικούς, που παρακολουθούσαν τη σκηνή από μακριά. Απαθείς έρχονται προς τα μένα λέγοντάς μου πως «αν δεν κάτσω καλά δεν θα 'χω καλά ξεμπερδέματα». Μάλιστα ο ένας απ' τους δύο πετάει πάνω μου το νερό απ' το ποτήρι που κρατούσε στα χέρια του. «Καλά δεν ντρέπεστε καθόλου;» του απαντώ. Απάντησή δεν παίρνω φυσικά. Τον βλέπω μαζί με τους άλλους δύο συναδέλφους του να φεύγουν χασκογελώντας, προφανώς ικανοποιημένοι από την επίδειξη «δύναμης» που ένιωθαν ότι ασκούσαν. Ένας απ' τους κρατούμενους μου λέει ότι «δεν έκανες καλά που του αντιμίλησες». «Σοβαρολογείς ρε φίλε;» τον ρωτώ οργισμένος. «Θα μου λες πόσο δίκιο έχω όταν δεις τα χεράκια σου να πρήζονται από το πόσο σφιχτά θα σου βάλουν τις χειροπέδες το πρωί, τώρα που σε 'βαλαν στο μάτι» ήταν η απάντησή του, την οποία εκείνη την στιγμή δεν πήρα στα σοβαρά. Πολύ κακώς γιατί αποδείχθηκε ότι κάτι παραπάνω ήξερε απ' ότι εγώ. Γύρω στις 7 το πρωί μας βγάζουν έναν- έναν απ' το κελί. Την ώρα που ο αστυνομικός μου βάζει τα χέρια πίσω από την πλάτη για να μου περάσει χειροπέδες, ακούω τη φωνή του στο αυτί μου να μου λέει «κι αυτό για να βάλεις μυαλό». Ήταν ο ίδιος που μου είχε πετάξει το νερό. Κλειδώνει τις χειροπέδες όσο πιο σφιχτά γινόταν μέχρι να με ακούσει να φωνάζω από τον πόνο. Στην αίθουσα αναμονής της ΓΑΔΑ στοιβαγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον κάθε λογής κρατούμενοι. Ο καπνός από το τσιγάρο και από τον «μπάφο»(!) που υποπτεύομαι από την μυρωδιά ότι κάποιοι έκαναν εκεί μέσα, με δυσκολία μου επέτρεπε να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Γενικώς εκεί ένα φύρδην μίγδην: Εκδιδόμενες γυναίκες, εξαθλιωμένοι μετανάστες, κακοποιοί, ναρκομανείς, ήταν μεταξύ όσων βρίσκονταν εκεί για να δώσουν δαχτυλικά αποτυπώματα. Ο πόνος από την χειροπέδες παρέμενε ανυπόφορος. Αλλά κάποια στιγμή τον ξέχασα βλέποντας από το πουθενά έναν αστυνομικό να σέρνει κυριολεκτικά από τα μαλλιά μία ξερακιανή γυναίκα όσο αυτή ούρλιαζε προσπαθώντας να του αντισταθεί. Λίγα μέτρα μακρύτερα, μία άλλη γυναίκα το ίδιο κοκαλιάρα όπως εκείνη, να φωνάζει «άστην κάτω, άστην κάτω». «Μάκη, ανάλαβε την» λέει ο αστυνομικός που έσερνε την γυναίκα, σε έναν συνάδελφό του. Τότε ο αστυνομικός «Μάκης» αναλαμβάνει δράση πλησιάζοντας την. «Κάτσε κάτω μωρή» της λέει και με τα χέρια του της πιάνει το σαγόνι κάνοντας μία κίνηση να την ακουμπήσει στον τοίχο ακριβώς πίσω της.
Την επόμενη μέρα αφότου η ιστορία έφθασε στο τέλος της, επέστρεψα εκεί που ήμουν κρατούμενος όλο το βράδυ. Αυτήν την φορά όμως κρατώντας στα χέρια μου την δημοσιογραφική μου ταυτότητα για να καταγγείλω την συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων όση ώρα τελούσα υπό κράτηση στο κελί μαζί με τους άλλους τρεις κρατούμενους και να ζητήσω εξηγήσεις για την συμπεριφορά τους. Ανώτατος αξιωματικός με τον οποίον συναντήθηκα, μου ζήτησε συγνώμη. Τα λόγια του: «λυπάμαι πολύ. Αν το ξέραμε ότι σας συνέλαβαν και είχαμε ενημερωθεί, δεν θα είχατε αυτήν την περιπέτεια». Έφυγα από το γραφείο του διπλά σοκαρισμένος. Τι ήταν τελικά χειρότερο: η εξευτελιστική συμπεριφορά των αστυνομικών ή ότι ο εξευτελισμός θεωρούνταν κάτι φυσικό που γίνεται στην βάση διάκρισης ταξικής διάκρισης;
Τα όσα διηγήθηκα δεν συγκρίνονται προφανώς με την αστυνομική βία που χρησιμοποιήθηκε κάνοντας εμφανή τα σημάδια της στα πρόσωπα των συλληφθέντων της Κοζάνης. Με αφορμή όμως το πρόσφατο γεγονός, όλα μαζί καταδεικνύουν μία ευρύτερη κουλτούρα στον τρόπο που εκπαιδεύεται και λειτουργεί διαχρονικά μεγάλη μερίδα του προσωπικού των αστυνομικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Δυστυχώς τέτοια χουντικά κατάλοιπα που συνίστανται σε βασανισμούς μεταναστών, ξυλοδαρμούς κακοποιών, εξευτελισμούς πολιτών τα βλέπουμε ακόμα και σε συμπεριφορές νέων παιδιών που υπηρετούν στο αστυνομικών σώμα. Και δεν είναι η πρώτη φορά που απασχολούν την κοινή γνώμη στην χώρα μας. Όμως η περίπτωση του εμφανούς ξυλοδαρμού των συλληφθέντων στην Κοζάνη σηματοδοτεί κάτι ξεχωριστό: για πρώτη φορά κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα μέσω του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «φυγαδεύει» προκλητικά παρεκτροπές αστυνομικής βίας με τρόπο που νομιμοποιεί και απενοχοποιεί πρακτικές της «ζαρντινιέρας», που ζήσαμε πριν μερικά χρόνια με την περίπτωση του Κύπριου νεαρού. Όταν το ίδιο κράτος παράγει ως πρότυπο τη βία, είναι το ίδιο που ανατροφοδοτεί τα φαινόμενα βίας στην κοινωνία μας, τα οποία έρχεται μετά να καταστείλει. Kαι σε αυτόν τον φαύλο κύκλο, το επόμενο στάδιο είναι η εκλογίκευση στα μάτια μας της βίας νεοναζιστών της Χρυσής Αυγής.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι τέτοια κρούσματα που φέρουν την ανοχή της σημερινής τρικομματικής κυβέρνησης δεν απειλούν το ευρώ αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο για την κοινωνία μας: το προοδευτικό πρόσημο και ευρωπαϊκό προσανατολισμό της.»