Λιάγκας: Τα φετινά... Κριστούγεννα, το ταξίδι στο Μπάνσκο και η σύγκριση!
Για τις δύσκολες φετινές γιορτές των Ελλήνων μιλάει μέσα από το editorial του ο Γιώργος Λιάγκας αυτή τη φορά.
Ο παρουσιαστής, με αφορμή ένα σύντομο ταξίδι του στο Μπάνσκο της Βουλγαρίας, κάνει τη σύγκριση μεταξύ των δύο χωρών ενώ εντοπίζει και σχολιάζει με καυστικό τρόπο τις φετινές γιορτές στη χώρα μας, τώρα που τα φωτάκια από τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα μας έσβησαν και όλοι μας επιστρέψαμε στην καθημερινότητά μας. Διαβάστε τη έγραψε στο editorial του στη real: «Μόνο η λύτρωση των Φώτων έμεινε, και μετά πάει, τελειώνουν κι αυτές οι γιορτές. Τι μας αφήνουν όμως ως προίκα τα φετινά Χριστούγεννα; Κατ' αρχάς το ότι η Κουάλα Λουμπούρ είναι ένας σύγχρονος τόπος αυτοεξορίας συνταξιούχων αγωνιστών, χτυπημένων από τη μοίρα. Κατά δεύτερον, ότι το παλιό άσμα της Πωλίνας «Ολοι τα παίρνουνε» έγινε ο επίσημος χριστουγεννιάτικος ύμνος. Φυσικά και υπάρχει διαβάθμιση στη μίζα -γιατί άλλο τα 25.000 του κυρίου διοικητή και άλλο τα εκατομμύρια των εξοπλισμών-, αλλά το λάδωμα παραμένει λάδωμα.
Το άλλο που θα μας μείνει είναι το αρνητικό ρεκόρ λάμψης των φετινών γιορτών. Και δεν μιλάω για τις εξαιρέσεις, αλλά για τον κανόνα. Μπορεί να μην είναι όλοι σε θέση να αντιληφθούν ακριβώς τι συμβαίνει γύρω μας, όμως η πραγματικότητα στις περισσότερες περιπτώσεις είναι χειρότερη απ' όσο μπορούμε να φανταστούμε. Βρέθηκα για μία ημέρα στο γειτονικό Μπάνσκο. Το βουνό και οι βουλγαρικές εγκαταστάσεις του σκι υπέροχα, το χωριό μιας άλλης, μίζερης αισθητικής, οι τιμές εξευτελιστικές και τα μηνιάτικα να φτάνουν με το ζόρι τα 500 λέβα, δηλαδή 250 ευρώ. Κι εκεί τα πράγματα είναι καλά. Η πραγματική εξαθλίωση απαντάται στην υπόλοιπη ύπαιθρο. Εικόνες της Ελλάδας του '40... Τροχήλατες άμαξες να μεταφέρουν τον κόσμο, οι άνθρωποι να σφάζουν τα ζώα τους και να τα κρεμάνε στις αυλές για να τα αγοράσουν οι πλουσιότεροι. Ξυπόλητος κόσμος στον δρόμο, σπίτια ετοιμόρροπα, με σακούλες αντί για παντζούρια, χωρίς θέρμανση φυσικά.
«Θα μας κάνουν κι εμάς Βουλγαρία», μου 'πε ένας φίλος. «Δεν το πιστεύω», απάντησα σχεδόν γελώντας. Μέχρι που έμαθα ότι σε ακριτικό ελληνικό χωριό μαζεύτηκε όλος ο μαχαλάς για να χειροκροτήσει τη μοναδική οικογένεια που είχε λεφτά φέτος να αγοράσει πετρέλαιο... Οι άλλοι; Όπως όλοι. Καίνε ό,τι βρουν. Κάποτε μας άρεσε να ανάβουν τα τζάκια για να μυρίσουμε το ξύλο που καίγεται, μια οσμή που πλημμύριζε όλο το χωριό. Τώρα μας έμεινε μια μυρωδιά μεταξύ τζακιού και καμινάδας από εργοστάσιο χημικών.
Όπως κι αν έχει, αυτές οι γιορτές πέρασαν. Και το μόνο που ελπίζουμε είναι να πρόκειται για τις τελευταίες μουντές, τις τελευταίες γιορτές της κρίσης. Δύσκολο, θα μου πείτε. Ας το ονειρευτούμε τουλάχιστον. Τα όνειρα είναι ακόμα τζάμπα και δεν βγάζουν και αιθαλομίχλη...»