Κατακεραυνώνει το «Κάτω παρτάλι» ο Βίδος. «Σίριαλ με φτηνά ανέκδοτα δεν γίνεται. Χρειάζεται σενάριο»
Κατακεραυνώνει στο άρθρο του το «Κάτω Παρτάλι» ο Κοσμάς Βίδος. Μπορεί το σίριαλ να έχει μέχρι στιγμής τεράστια επιτυχία, αλλά η άποψη του δημοσιογράφου είναι διαφορετική.
«Εκτιμώ τη γραφή του Λευτέρη Παπαπέτρου, κυρίως στα «Εγκλήματα» και στην «Ντόλτσε βίτα». Έχει αποδείξει ότι ξέρει να φτιάχνει ιστορίες, να δημιουργεί αληθοφανείς χαρακτήρες, να γράφει διαλόγους. Προτερήματα που παραδόξως δυσκολεύομαι να βρω στη νέα δουλειά του, το σίριαλ «Κάτω Παρτάλι» (Mega). Δεν είναι το (όχι τόσο πρωτότυπο) θέμα του (η «σύγκρουση» των αστών με τους επαρχιώτες) που με έχει απογοητεύσει όσο η ποιότητα του χιούμορ. Στο «Κάτω Παρτάλι» τα αστεία είναι συχνά χοντροκομμένα και αγοραία (ατάκες του στυλ «έλα να σου δείξω πώς... χύνουμε τον ιδρώτα μας», μια γιαγιά-τοτέμ που πέρδεται ασταμάτητα, η προσπάθεια του πρωταγωνιστή να καταλάβει αν η κότα έχει αβγό βάζοντας το δάχτυλό του στον πισινό της...) ή εξυπνάδες όπως «θα μου το περάσετε;» (εννοεί την πιατέλα με το φαγητό), «από πού;», «από ΚΤΕΟ» - «είναι κανείς στο μπάνιο;», «χιλιάδες μύκητες αλλά δεν ενοχλούν» - «έχουμε σκορπιούς στο σπίτι», «δεν αναφέρεστε, υποθέτω, στο ζώδιο». Σίριαλ όμως της προκοπής με φτηνά ανέκδοτα δεν γίνεται, χρειάζεται σενάριο εμπνευσμένο, στιβαρό και αληθοφανές. Ή και σουρεαλιστικό. Εμφανής η πρόθεση του Παπαπέτρου να στήσει ένα σουρεαλιστικό γαϊτανάκι για να σατιρίσει τη νεοελληνική πραγματικότητα, ο σουρεαλισμός όμως περιορίζεται τελικά στο κλουβί που φοράει στο κεφάλι η Βίκυ Σταυροπούλου και μέσα στο οποίο βασανίζεται ένα ωδικό πτηνό. Το εύρημα (;), αναντίστοιχο με τη συνολική αισθητική της σειράς, δεν λειτουργεί, δεν προκαλεί γέλιο. Την ίδια στιγμή η κατά «Κάτω Παρτάλι» άποψη για την ελληνική επαρχία περιλαμβάνει αγροτόσπιτα που παραπέμπουν σε βίλες των βορείων προαστίων και άξεστους χωρικούς που ελάχιστα διαφέρουν από τους πρωτευουσιάνους, όσο και αν προσπαθούν να υπογραμμίσουν τις διαφορές μιμούμενοι αδέξια ντοπιολαλιές. Τα στερεότυπα της ζαβής πλουσίας (α λα Ντάλια του «Παρά πέντε»), του γκέι με τα φρουφρού και τα αρώματα, του πατέρα-αφέντη που θα σκοτώσει όποιον αγγίξει την αειπάρθενο κόρη του είναι πάλι εδώ επιβεβαιώνοντας με τη σειρά τους την αμηχανία του σεναριογράφου. Αμηχανία που περνά και στη σκηνοθεσία της Αμαλίας Γιαννίκου, με σκηνές ενίοτε άρρυθμες. Από τους ηθοποιούς ο Γιάννης Τσιμιτσέλης επιμένει στη μανιέρα του μουτρωμένου εφήβου που δεν θα γίνει ποτέ άντρας, η Σταυροπούλου μοιάζει να μην έχει αποφασίσει πώς θέλει να ερμηνεύσει τη Μοσχούλα, ο Τάσος Χαλκιάς προσπαθεί αλλά φαίνεται και αυτός διστακτικός μπροστά στον ρόλο του πολλά βαρύ βλάχου, η Νάντια Κοντογεώργη έχει τις καλύτερες σκηνές και τις πιο πιασάρικες ατάκες, πέφτει όμως στην παγίδα της υπερβολής. Αυτά στα δύο πρώτα επεισόδια. Ελπίζω η εξέλιξη να με υποχρεώσει να ανασκευάσω.
ΥΓ.: «Δεν έχω μια καρέκλα της προκοπής για να καθήσεις» λέει ο πρωτόγονος εραστής στην πλουσία, ενώ πίσω διακρίνεται μια θαυμάσια τραπεζαρία με επτά καθίσματα. Αυτό τώρα τι είναι, σουρεαλισμός ή τσαπατσουλιά;»
Πηγή: Το Βήμα