Πάνος Σταθακόπουλος: «Μέναμε σ’ ένα σπίτι που κάθε χειμώνα πνιγόμασταν»
Για τα χρόνια που έμεινε χωρίς σπίτι μαζί με την οικογένειά του και χρειάστηκε να τους φιλοξενήσουν μίλησε ο Πάνος Σταθακόπουλος.
Ο αγαπητός ηθοποιός σε πρόσφατη συνέντευξή του αναφέρθηκε επίσης στην απίστευτη ιστορία ζωής που έχει ζήσει ο πατέρας του...
Έχεις μια πολύ αγαπημένη και δεμένη οικογένεια.
«Ο πατέρας μου είναι υιοθετημένος και δεν έχει δει τη μάνα του ούτε σε φωτογραφία. Γεννήθηκε το 1937 και μετά από λίγες ημέρες, ούτε μήνα δεν είχε κλείσει, πέθανε η μάνα του. Ό πατέρας του ήταν άρρωστος εκείνη την περίοδο, είχε κι άλλα παιδιά και τον πήρε για να τον μεγαλώσει, εκείνες τις μέρες, αλλά και στη συνέχεια, ένας θείος του, πρώτος εξάδελφος του πατέρα του, με το ίδιο επίθετο, που δεν είχε παιδιά. Στην πορεία, ο πατέρας του έγινε καλά, παντρεύτηκε ξανά, έκανε δύο παιδιά, κι έτσι στο ίδιο χωριό ήταν ο βιολογικός και ο θετός του πατέρας. Με τον καιρό έλεγε το βιολογικό του πατέρα «θείο» και το θείο του κανονικά «πατέρα», δηλαδή εκείνον που τον πήρε να τον μεγαλώσει. Η θετή του μητέρα, όταν ο πατέρας μου ήταν 8 χρόνων, πέθανε. Ο πατέρας μου «έχασε» τη μάνα που τον γέννησε σε ηλικία ημερών, αλλά και τη θετή σε ηλικία 8 ετών, δηλαδή τη γυναίκα που τον πήρε να τον μεγαλώσει. Ο θετός του πατέρας ξαναπαντρεύτηκε, ο οποίος δεν είχε παιδιά, ούτε από την πρώτη ούτε από τη δεύτερη γυναίκα. Είχε μόνο τα αδέλφια από το βιολογικό του πατέρα, που στο σύνολο ήταν 3 αγόρια, ένα κορίτσι που πέθανε μικρό και μετά, με τη δεύτερη γυναίκα του παππού μου, γεννήθηκαν αλλά δύο παιδιά. Η υιοθεσία του πατέρα μου από τους ανθρώπους που τον πήραν για να τον μεγαλώσουν έγινε όταν εκείνος ήταν 22 χρονών και ήταν αρραβωνιασμένος. Το χαρτί της υιοθεσίας του πατέρα μου το έχω εγώ. Τότε ήταν αρραβωνιασμένος με τη μάνα μου. Αυτή που τον μεγάλωσε τον είχε σαν παιδί της, αλλά χωρίς χαρτιά. Τη μάνα του τη γνωρίζει από διηγήσεις, ότι ήταν μια γυναίκα μελαχρινή, ψηλή, όμορφη, πάρα πολύ καθαρή και ουσιαστικά εκεί μπορεί να αρρώστησε».
- Τι θυμάσαι έντονα από τότε;
«Θα σου πω ότι εμείς ήμασταν σ' ένα σπίτι στο οποίο πνιγόμασταν κάθε χειμώνα, καθώς έπεφτε το νερό μέσα και μας έβγαζαν από το παράθυρο, εμένα και τον αδελφό μου. Υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που μας πρόσφεραν στέγη, για μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί δεν είχαμε πού να μείνουμε ως οικογένεια. Οι άνθρωποι αυτοί έμαθαν ότι πνιγήκαμε και δεν είχαμε τίποτα, μας παραχώρησαν το σπίτι τους, το οποίο κι αυτό είχε προβλήματα, έσταζαν τα κεραμίδια, μέχρι εκεί, που για εμάς ήταν πολυτέλεια, δεν ήταν τίποτα. Μας είπαν να μείνουμε όσο θέλουμε. Στην πορεία οι γονείς μου αγόρασαν ένα οικόπεδο κι έχτισαν ένα σπίτι. Αυτούς τους ανθρώπους τους ευγνωμονώ κι έχω ακόμα επαφές με τα παιδιά τους, γιατί οι γονείς έχουν πεθάνει, θυμάμαι πάρα πολύ έντονα ότι μας έδωσαν στέγη», αναφέρει στο ΛΟΙΠΟΝ.