Το τελευταίο ζεϊμπέκικο για τον Νίκο Κοεμτζή
"Ο Νίκος Κοεμτζής για πολλούς ήταν ένας ζωντανός θρύλος. Για κάποιους άλλους, μια περίεργη προσωπικότητα που υπερεκτιμήθηκε. Το μόνο σίγουρο είναι πως έβαψε τα χέρια του με αίμα πάνω σε μια γυροβολιά στο ζεϊμπέκικο, σχεδόν για το τίποτα, πάνω στην «κακιά στιγμή», όπως έλεγε κι ο ίδιος.
Έξω από τα δικαστήρια στην οδό Ευελπίδων, καθισμένος πάνω σ' ένα πουλούσε την αυτοβιογραφία του. «Δεν είμαι δολοφόνος, ρε μάγκα, δεν είναι έτσι όπως τα βλέπεις στην ταινία» είχε πει παλιότερα. «Όλα έγιναν πάνω στην κακιά στιγμή. Το μόνο βέβαιο είναι πως μπήκα μέσα αρνί και βγήκα αγρίμι. Άμα δεν έχεις κάνει φυλακή, δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω».
Η ιστορία του είναι λίγο-πολύ γνωστή. Το 1973 συνελήφθη για τον φόνο τριών αστυνομικών και καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και επτά σε ισόβια. Όλα ξεκίνησαν τον χειμώνα του 1973, μόλις είχε βγει από τη φυλακή, όπου είχε μπει για κλοπή. Το βράδυ του Σάββατου 24 Φεβρουαρίου πήγε με την παρέα του στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα», όπου τραγουδούσε ο Καρουσάκης, για να διασκεδάσουν. Ο αδελφός του, ο Δημοσθένης, έκανε παραγγελιά τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη και σηκώθηκε να χορέψει. Μαζί του σηκώθηκαν και άλλα άτομα. Ο τραγουδιστής ανακοίνωσε από το μικρόφωνο πως είναι «παραγγελιά». Έγινε μια συμπλοκή μεταξύ των ατόμων και ο Νίκος Κοεμτζής σηκώθηκε και σκότωσε με ένα μαχαίρι τρεις αστυνομικούς και τραυμάτισε άλλους οκτώ. Αργότερα, στην απολογία του υποστήριξε πως θόλωσε το μυαλό του γιατί νόμιζε ότι σκότωναν τον αδελφό του.
Ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήρισε «κτήνος» και συχνά αναφερόταν σε εγκληματίες αποκαλώντας τους «Κοεμτζήδες». Λόγω της πολιτικής αστάθειας της εποχής, των οικογενειακών φρονημάτων του και του ποινικού του ιστορικού πέρασε πολύ δύσκολα μέσα στη φυλακή. Ομως, όπως έλεγε ο ίδιος, «έμεινα όρθιος γιατί δεν το έπαιξα ποτέ ούτε πολύ έξυπνος ούτε πολύ χαζός».
Ο Κοεμτζής δεν άντεξε ποτέ τη ζωή «έξω από τα σίδερα», όταν στις 29 Μαρτίου του 1996, ύστερα από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης αφέθηκε ελεύθερος και προσπάθησε να μαζέψει τα συντρίμμια του και να σταθεί όρθιος. Βγαίνοντας είχε ήδη γίνει πολύ σκληρός με τους άλλους και τον εαυτό του και ταυτόχρονα πολύ περήφανος για να ανεχθεί το παραμικρό: «Έκανα προσπάθειες να δουλέψω στην οικοδομή, αλλά δεν μπόρεσα να στεριώσω πουθενά γιατί ήμουν ευέξαπτος και δεν μπορούσα να ανεχτώ την παραμικρή προσβολή». Η φυλακή τον είχε κάνει εσωστρεφή και επιθετικό: «Αν δεν ήμουν έτσι, ρε μάγκα, δεν θα επιβίωνα μέσα... Αν ήμουν βουτυρομπεμπές, θα με είχαν καθαρίσει» μου είχε πει στο πεζούλι των δικαστηρίων.
Για καθαρά βιοποριστικούς λόγους αναγκάστηκε να γράψει την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Νίκος Κοεμτζής. Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο», για την οποία παρακάλεσε αρκετές φορές να του δοθεί άδεια πλανόδιου μικροπωλητή. «Δεν με αφήνουν σε χλωρό κλαρί… Με διώχνουν από παντού και δεν μ' αφήνουν να βγάλω ένα κομμάτι ψωμί» ήταν το μόνιμο παράπονό του μέχρι το 2009, που ο δήμος Αθηναίων του έδωσε την πολυπόθητη άδεια μικροπωλητή.
Η ζωή του όλη μετά την αποφυλάκιση κινήθηκε μεταξύ των δικαστηρίων και της πλατείας Μοναστηρακίου, τα δύο πόστα όπου πούλαγε τα βιβλία του με ιδιόχειρη αφιέρωση. Τα τελευταία χρόνια έμενε σ' ένα κέντρο φιλοξενίας αστέγων κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ζούσε σ' ένα εγκαταλειμμένο νεοκλασικό πίσω από την Ευελπίδων, ενώ κατά διαστήματα κοιμόταν και σε ξενώνες φιλοξενίας ΜΚΟ. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που κατάφεραν να τον πλησιάσουν καθώς, όπως λένε, ο Κοεμτζής ήταν ιδιαίτερα κλειστός και εσωστρεφής, ενώ τα τελευταία χρόνια η υγεία του είχε επιβαρυνθεί αρκετά λόγω της ανέχειας.
Η τελευταία πράξη του δράματος για τον 74χρονο Νίκο Κοεμτζή παίχτηκε το μεσημέρι της Παρασκευής σ' ένα πεζοδρόμιο της πλατείας Μοναστηρακίου. Η καρδιά του τον πρόδωσε κι έφυγε ήσυχα κι αθόρυβα, όπως επιθυμούσε.