Ποιοι επώνυμοι έχουν βρεθεί στα όρια της φτώχειας και της ανέχειας;
Μπορεί να είναι άνθρωποι των τεχνών, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχουν περάσει στο πρόσφατο ή πιο μακρινό παρελθόν δύσκολες στιγμές, κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Και με αφορμή την μεγάλη οικονομική κρίση που διανύουμε ως χώρα, οι ίδιοι θυμούνται τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής τους, όταν ζούσαν στα όρια της φτώχειας και της ανέχειας.
Όπως για παράδειγμα ο Κώστας Βουτσάς ο οποίος μέχρι να φτάσει να ζει μια άνετη ζωή, πέρασε πολλά. Οι γονείς του για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της φτώχειας μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Κώστας Βουτσάς πέρασε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του φτωχικά και στερημένα. «Υπήρξε ημέρα που έφαγα στραγάλια πίνοντας πολύ νερό για να “φουσκώσω” και να σταματήσω την πείνα» είχε δηλώσει πρόσφατα ο ίδιος. Επίσης, για να επιβιώσει έκανε τον αβανταδόρο στους παπατζήδες και προμηθευόταν τσιγάρα από Άγγλους αιχμαλώτους στο στρατόπεδο του Λαγκαδά, τα οποία στη συνέχεια πουλούσε σε χρηματιστές. Ένας άλλος μεγάλος ηθοποιός που έζησε πολύ φτωχικά ήταν ο Στάθης Ψάλτης ο οποίος είχε αποκαλύψει παλιότερα: «Υπήρχε μια περίοδος Χριστουγέννων που είχα μείνει άνεργος και είχε γεννηθεί η κόρη μου, την οποία τάιζα μόνο με νερό και ζάχαρη γιατί δεν μπορούσα να της αγοράσω γάλα». Επίσης, σε τηλεοπτική εκπομπή αποκάλυψε ότι είχε αγοράσει σκάλα για να μπαίνει στο σπίτι του από το παράθυρο, για να μην τον δει ο θυρωρός, επειδή δεν είχε χρήματα να πληρώσει το ενοίκιο. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης είχε μιλήσει για την εποχή που ήρθε πιτσιρικάς από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα κυνηγώντας το όνειρό του: «Το 1986 είχαμε κάνει με τον Κουτσομύτη τον “Κλοιό”. Όταν έκανα αυτήν την ταινία, δεν είχα φράγκο στην τσέπη, με φιλοξενούσε κάποιος φίλος και έτρωγα ένα καλαμάκι το πρωί και ένα το βράδυ, επειδή δεν είχα λεφτά για περισσότερα. Είχα γεμίσει σπυριά και όλοι νόμιζαν ότι με τσίμπησαν κουνούπια».
Οι δυσκολίες δεν τον άφησαν ακόμη και όταν έγινε γνωστός: «Η “Φωλιά του κούκου”, την οποία είχαμε κάνει μαζί με τη γυναίκα μου, ήταν η μεγαλύτερη εισπρακτική αποτυχία. Εγώ πούλησα δύο σπίτια. Οι άνθρωποι που ήταν μαζί έπρεπε να πληρωθούν. Δεν ήταν υποχρεωμένοι να πεινάσουν όπως εγώ και η γυναίκα μου».
Από τους πιο νέους ηθοποιούς που όμως έζησε στα όρια της ανέχειας ήταν και ο Γιώργος Καπουτζίδης ο οποίος είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με σκοπό να… ρισκάρει για την τέχνη του. Τις περισσότερες φορές δούλευε ως σερβιτόρος. Με τον κολλητό του, τον ηθοποιό Αργύρη Αγγέλου, έμεναν στην ίδια πολυκατοικία και περνούσαν τις ίδιες δυσκολίες. Ο ταλαντούχος καλλιτέχνης έχει περιγράψει την οικονομική περιπέτειά του: «Κάπνιζα κάτι τσιγάρα που το πακέτο είχε μέσα δέκα και κόστιζε στην αρχή 1,25 ευρώ και μετά 1,40 ευρώ, μεγάλη μαχαιριά ήταν αυτή. Με τον Αργύρη Αγγέλου ήμασταν γείτονες, εγώ έμενα στον πρώτο όροφο και εκείνος στο ισόγειο της ίδιας πολυκατοικίας. Τραβούσαμε τους καναπέδες και αν βρίσκαμε ένα 2ευρω, κάναμε πάρτι γιατί ξέραμε ότι τουλάχιστον θα μοιραστούμε ένα πακέτο τσιγάρα». Ο Γιάννης Κούτρας ο οποίος φέτος κάνει δυναμική επιστροφή με τη συμμετοχή του στο σχήμα του «Ακτή Πειραιώς» είχε παραδεχτεί: «Πέρασα κατάθλιψη, ξάπλωσα σε έναν καναπέ και δεν έβλεπα τον λόγο να δουλέψω άλλο. Εγώ, που είχα δουλέψει με Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σαββόπουλο, Θάνο Μικρούτσικο». Όπως αποκάλυψε σε πρόσφατη συνέντευξή του, σκέφτηκε ακόμη και την αυτοκτονία. Τότε που μόνη πηγή εσόδων του ήταν η σύνταξη της μητέρας του: «Έπρεπε να βγω από όλο αυτό το χάος. Σιγά-σιγά, βήμα-βήμα με τη βοήθεια του Θεού τα κατάφερα». Τώρα στέκεται πάλι γερά στα πόδια του.
Η Ελένη Δήμου από την πλευρά της, σύμφωνα με δημοσίευμα της Espresso, ζούσε για περισσότερα από πέντε χρόνια με 300 ευρώ τον μήνα. «Για περισσότερο από πέντε χρόνια ζούσα με 300 ευρώ τον μήνα. Εχει έρθει και μέρα που είχα στην τσέπη μου ένα ευρώ» είχε πει η ίδια. Όμως διατηρώντας την αισιοδοξία της έδωσε ένα μήνυμα: «Είναι πολύ άσχημο να στέκεσαι στις δυσκολίες και σε καθετί άσχημο. Επειδή έχω περάσει αρκετές δυσκολίες στη ζωή μου, επαγγελματικές, οικονομικές, προσωπικές, κατάλαβα ότι ο άνθρωπος κρύβει φοβερή δύναμη μέσα του». Ο Ησαΐας Ματιάμπα από την πλευρά του είχε αποκαλύψει παλιότερα: «Ακόμη και πρόσφατα δεν είχα να πληρώσω το νοίκι μου. Υπήρξαν μέρες που πήγαινα στο θέατρο χωρίς να φάω. Κάποιες φορές ένιωθα ότι φοβούνται και για το χρώμα μου. Άλλαζα δρόμο για να μη νιώσει άβολα μια κυρία που περπατούσε μόνη της». Ο ράπερ Bo τον οποίο γνωρίσαμε καλύτερα μέσα από το “Just the two of us” είχε αποκαλύψει παλιότερα πως στα δεκατρία του χρόνια ενώ ζούσε στη Γερμανία όπου και είχε γεννηθεί, επέστρεψε στην Ελλάδα με τη μητέρα του και τη μικρότερη αδερφή του, ενώ οι γονείς του χώρισαν έναν χρόνο μετά. Τα έβγαζαν πέρα δύσκολα με τη βοήθεια του παππού και της γιαγιάς. Παράτησαν το σχολείο στο γυμνάσιο γιατί έπρεπε να εργαστούν: «Αρχίσαμε να δουλεύουμε, εκείνη σε ένα ζαχαροπλαστείο και εγώ από δω και από κει, ώσπου στα δεκαεπτά μου άρχισα να δουλεύω στα μπουζούκια» δήλωσε πρόσφατα. Το 1992 ξεκίνησε να δουλεύει στον «Σκορπιό» στη Θεσσαλονίκη ως χορευτής, χορογράφος και ράπερ, ενώ το 1996 αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα χωρίς χρήματα και χωρίς να έχει κάπου να μείνει. «Έμεινα σε στούντιο ηχογραφήσεων για έναν χρόνο και έκανα ντους σε σπίτια φίλων» είπε χαρακτηριστικά. Τέλος, ο Δημήτρης Σκαρμούτσος είχε αποκαλύψει πως όταν ήταν άφραγκος, έβρισκε λύσεις για να γεμίζει το στομάχι του: «Για μήνες ολόκληρους έτρωγα μόνο κάτι κινέζικα noodles που πουλούσαν τα αμερικανικά σούπερ μάρκετ, τα τρία πακέτα για ένα δολάριο. Ήταν noodles αποξηραμένα, μαζί με ένα σακουλάκι σκόνη, τίγκα στο χημικό, που έβγαζε γεύση κοτόπουλου ή γαρίδας. Ζέσταινα το νερό στον φούρνο μικροκυμάτων, πετούσα μέσα τη σκόνη και τα noodles και γινόταν ένας χυλός, άσ' τα να πάνε. Οταν… μας έκοβαν μεγάλες πείνες, κάναμε crash σε γάμους. Πηγαίναμε στις δεξιώσεις, τρώγαμε από τον μπουφέ και μετά την κάναμε. Κάποιες φορές φεύγαμε από εστιατόρια χωρίς να πληρώσουμε. Μαζευόμασταν καμιά δεκαριά άτομα και φεύγαμε ένας ένας. Μάλιστα, τραβούσαμε κλήρο για το ποιος θα φύγει τελευταίος. Διαλέγαμε ένα εστιατόριο που είχε πάρα πολύ κόσμο, παραγγέλναμε όλο το μενού γιατί θέλαμε να φάμε για τρεις μέρες και μετά τρέχαμε».