H απάντηση του περιοδικού στην αγωγή του 1 εκατομμυρίου ευρώ της Μακρυπούλια
Ένα Εκατομμύριο ζητά η Ζέτα Μακρυπούλια από το ένθετο εφημερίδας, BHMA ΜΑGAZINO με αφορμή το άρθρο με τίτλο «Περιμένοντας το γαμπρό». Ο διευθυντής του περιοδικού απάντησε στην αγωγή της Ζέτας με το αρθρό του «Δύο αγωγές και μία απάντηση»!
Διαβάστε την απάντηση του διευθυντή:
«Απορία προκαλεί η αγωγή της κυρίας Ζέτας Μακρυπούλια και του κ. Μιχάλη Χατζηγιάννη για το ρεπορτάζ με τίτλο «Περιμένοντας τον γαμπρό». Η κυρία Μακρυπούλια σε σταθερή βάση τα τελευταία χρόνια παραχωρεί συνεντεύξεις αναφερόμενη στον επικείμενο γάμο της, ο οποίος μονίμως αναβάλλεται. Ασφαλώς η πολυετής αναβολή του γάμου της ηθοποιού είναι κάτι που δεν μπορεί να προκαλεί τον ψόγο αφού είναι σαφές ότι μπορεί να οφείλεται σε αστάθμητους παράγοντες. Πολλοί θα συμφωνούσαν, ωστόσο, ότι η σταθερή παραμονή στην επικαιρότητα μίας καλλιτέχνιδος αφενός μέσα από τη δουλειά της και αφετέρου μέσα από ρεπορτάζ ή συνεντεύξεις στις οποίες ομιλεί περί επικείμενου γάμου και στη συνέχεια με πληροφορίες ή δηλώσεις περί καθυστέρησής του δικαιολογεί τον τίτλο «Περιμένοντας τον γαμπρό». Η κυρία Μακρυπούλια και ο κ. Χατζηγιάννης έχουν μια έντονη κοινωνική παρουσία που παρουσιάζεται συστηματικά από πολλά περιοδικά επί έτη καθιστώντας θεμιτή τη διαμόρφωση της άποψης ότι οι διαδοχικές μεταδόσεις από τα media κοινών εμφανίσεων σε δημόσιες εκδηλώσεις δεν γίνονται χωρίς τη δική τους συναίνεση ενώ ταυτόχρονα φαίνεται ότι ενισχύουν τη δημόσια εικόνα τους, όπως γίνεται και έχει γίνει με πολλά ζευγάρια διασήμων σε πολλές χώρες, σήμερα ή στο παρελθόν. Πρόκειται για το φαινόμενο της φήμης που έχει μελετηθεί από κοινωνιολόγους σε όλο τον κόσμο.
Ως γνωστόν, οι εν λόγω καλλιτέχνες δεν εξέφρασαν ποτέ δημοσίως τη δυσφορία τους για μια προβολή η οποία τους κατατάσσει ίσως στην κορυφή των προτιμήσεων του Τύπου. Το ΒΗmagazino ασφαλώς δεν αμφισβήτησε την αυθεντικότητα της προσωπικής σχέσης των δύο καλλιτεχνών ή το αυθόρμητο του ενδιαφέροντος του Τύπου για αυτούς, αλλά έθεσε στους αναγνώστες του το ζήτημα της – θεμιτής βεβαίως – συνειδητής διαχείρισης της ιδιωτικής ζωής με έναν τρόπο που να ενισχύει τη δημόσια αποδοχή του καλλιτεχνικού έργου. Οι δύο καλλιτέχνες απαιτούν ως αποζημίωση για την παραπάνω νοηματική προσέγγιση το ποσό των 2 εκατομμυρίων ευρώ, κάτι που ασφαλώς εγείρει ερωτήματα για την άποψή τους περί της ελευθερίας του Τύπου, καθώς και για τον ορισμό της ελευθερίας του λόγου και της σκέψης τον οποίο προκρίνουν σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή και δημοκρατική χώρα όπως είναι η Ελλάδα.
Ευχόμαστε , η κυρία Μακρυπούλια, ο κ. Χατζηγιάννης, να κατανοήσουν πως τα δημόσια πρόσωπα – και ιδίως οι άνθρωποι της τέχνης – οφείλουν να σέβονται την ελευθερία του Τύπου και να αποδέχονται το δικαίωμα, αλλά και την αποστολή των δημοσιογράφων να καταγράφουν πληροφορίες και γεγονότα καθώς και να κρίνουν και να εκφράζουν θέσεις, απόψεις και εκτιμήσεις για τη δημόσια δραστηριότητά τους. Οι «βιομηχανίες αγωγών» είναι βλαπτικές για όλους καθώς προσβάλλουν την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και υπονομεύουν τον δημόσιο διάλογο, κύριο και κρίσιμο συστατικό της Δημοκρατίας όπως και της υγιούς λειτουργίας της δημόσιας σφαίρας.
Οι καλλιτέχνες, οι οποίοι κυριολεκτικά ζουν και αναπνέουν χάρη στην ελευθερία του λόγου και είναι οι πρώτοι που πλήττονται όταν αυτή χάνεται, δεν μπορεί να εξαντλούν την αυστηρότητά τους απέναντι σε επαγγελματίες δημοσιογράφους ανάγοντας σε «συκοφαντία» και «εξύβριση» ακόμη και την πιο απλή περιγραφή της δημόσιας παρουσίας τους και την πιο ήπια κριτική στη διαχείριση της δημόσιας εικόνας τους. Τι μπορεί να περιμένει τότε κανείς από τους πολιτικούς;».