Γεωργία Λαζοπούλου: Η περιπετειώδης ζωή της νέας τραγουδίστριας των C:Real!
Η Γεωργία Λαζοπούλου είναι η μικρότερη από τις τρεις αδερφές Λαζοπούλου, μετά την Ινα και τη Σοφία εδώ και έναν χρόνο περίπου είναι η καινούρια frontwoman των C:Real.
Μπορεί το συγκρότημα Soul Mates, με το οποίο την είχαν γνωρίσει οι μουσικές σκηνές της Αθήνας όταν μετανάστευσε από τη Θεσσαλονίκη, να μην υπάρχει πια, φαίνεται όμως πως η Γεωργία έχει βρει στα μέλη των C:Real τις πραγματικές αδελφές ψυχές της. «Όταν κατέβηκα μόνιμα στην Αθήνα το 2006 ίσα που πρόλαβα τις καλές μέρες» εξομολογείται μιλώντας στο Πρώτο θέμα «Είπα και μερικά λαϊκά τραγούδια σε μεγάλες πίστες αλλά δεν μου έβγαινε. Χαίρομαι όμως που το δοκίμασα και είμαι σίγουρη για την επιλογή μου. Τον Τάκη από τους C:Real τον είχα γνωρίσει και νωρίτερα, ωστόσο δεν είχαμε συνεργαστεί τότε για άλλους λόγους. Οταν αργότερα με είδε τυχαία on stage, αποφασίσαμε να συνεργαστούμε για ένα live. Το ένα live έγιναν δύο και έτσι προέκυψε η σταθερή συνεργασία με το γκρουπ. Μου αρέσει η φάση της μπάντας. Να μοιράζομαι και τις καλές στιγμές και τις κακές. Οι πρόβες, η ενέργεια που ανταλλάσσεις». Παράλληλα η Γεωργία Λαζοπουλου περιγράφει τα παιδικά της χρόνια.«∆εν μπορείς να πεις ότι πέρασα τα ονειρικά παιδικά χρόνια μαμά - μπαμπάς- παιδιά, διότι η μαμά μου έφυγε -μας παράτησε όταν ήμασταν πολύ μικρές- στο εξωτερικό και μας μεγάλωσε και τις τρεις ο μπαμπάκας. Είμαι η μικρότερη από τις τρεις οπότε δεν έχω μνήμες για να πω ότι μου λείπει κάτι γιατί ποτέ δεν το γνώρισα. Οταν δεν έχεις γνωρίσει κάτι, δεν μπορείς να πεις ότι σου λείπει. Καμιά φορά η άγνοια είναι ευλογία. Ισως αυτό μας έδεσε και περισσότερο μεταξύ μας. ∆εν μας έλειψε ποτέ τίποτα. Αυτή η εμπειρία, μου λένε, με έχει κάνει σκληρή. Πρέπει να έχω όμως ένα μικρό σύνδρομο εγκατάλειψης. Για παράδειγμα, φεύγω από σχέσεις πριν φύγουν οι άλλοι. Ή θυμάμαι όταν με έβαζε ο μπαμπάς μου για ύπνο και μου έλεγε "γεια", του έλεγα "μη μου λες γεια, πες μου καληνύχτα". Αυτό μόνο αισθάνομαι. Η Ινα, ενώ φαίνεται η πιο σκληρή, είναι η πιο ευαίσθητη», αποκαλύπτει στην εφημερίδα.
Πότε όμως ξεκίνησε να τραγουδάει; «Επειδή η Ινα ήταν ήδη γνωστό μοντέλο και η Σοφία είχε ξεκινήσει με τη μουσική, ήθελα να κάνω κάτι άλλο, να διαφοροποιηθώ, να αποκτήσω ταυτότητα και να κάνω τον μπαμπά χαρούμενο με ένα "κανονικό" -σύμφωνα με την οπτική των γονιών- επάγγελμα. Ετσι, εκμεταλλεύτηκα το ταλέντο μου στο σχέδιο και σπούδασα γραφιστική. Εκανα και την πρακτική μου αλλά δεν ένιωθα πλήρης. Ελεγα "τι κάνω εγώ εδώ;". Παραιτήθηκα και ήμουν μία εβδομάδα κλεισμένη στο δωμάτιό μου κλαίγοντας. Ο μπαμπάς μου είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά. Ερχόταν μέσα και μου έλεγε: "Τι θέλεις; Να πας να σπουδάσεις αρχιτεκτονική; Οχι. Να γίνεις διακοσμήτρια που είναι και η θεία σου;". "∆εν θέλω χάρακες, δεν θέλω μολύβια", απαντούσα. Με κοιτάει με ένα παράπονο και μου λέει: "Τραγουδίστρια θέλεις, ε;". Ξεσπάω τότε σε κλάματα και μου λέει: "Καλά. Θα πάμε να συνεχίσουμε τα μαθήματα φωνητικής και θα τη βρούμε την άκρη". Είχα ήδη τις πρώτες βάσεις από τα μαθήματα που μου είχε κάνει η Σοφία. Οπότε ξεκίνησα» περιγράφει Σύντομα άφησε τη Θεσσαλονίκη για το Λας Βέγκας.
«Ήταν μια εμπειρία που δεν περιγράφεται με λόγια», λέει με έναν αναστεναγμό.
«∆υστυχώς, όμως, πήγα για τους λάθος λόγους. Τα είχα φτιάξει με έναν Αμερικανό που είχε έρθει με ένα καστ lookalikes από το Λας Βέγκας για κάποια σόου στο "Hyatt". Αυτός ήταν ο σωσίας του Μάικλ Τζάκσον. Η αλήθεια ήταν ότι καθόλου δεν του έμοιαζε. Ήθελε δύο ώρες μακιγιάζ για να εμφανιστεί. Έμαθα όλα τα κρυφά κόλπα! Υπήρχε έρωτας μεγάλος! Ο μπαμπάς το πέρασε και αυτό! Όταν έφυγε το καστ, αυτός έμεινε εδώ και όταν με άκουσε τυχαία να τραγουδάω ένα τραγούδι της Γουίτνεϊ Χιούστον, του ήρθε η ιδέα και ξεκινήσαμε να κάνουμε σόου με ξένο ρεπερτόριο και χορευτές - κάποιους τους φέραμε από το Λας Βέγκας. Καταλήξαμε να κάνουμε εμφανίσεις σε όλη την Ελλάδα. Μετά από έναν χρόνο, ωστόσο, δεν μπορούσε να μείνει άλλο εδώ. Έτσι αποφάσισα να τον ακολουθήσω στο Λας Βέγκας το 2001. Είχαμε αρχίσει να σκεφτόμαστε μέχρι και τον γάμο για να μπορώ να δουλέψω αλλά θα ήταν λάθος. Ωστόσο, δεν χωρίσαμε αμέσως. Ήρθε πρώτα μαζί μου στη Θεσσαλονίκη, όπου διαπιστώσαμε ότι δεν πάει άλλο», καταλήγει.