Πέννυ Σταθάκη: «Έχασα την αδερφή μου και έκανα ότι υπάρχει ακόμα»
Η Πέννυ Σταθάκη κάνει μια αναδρομή στα παιδικά της χρόνια.
«Πολύτεκνη οικογένεια. Η μητέρα μου έπρεπε να πλένει από το πρωί ως το βράδυ σε μια σκάφη, γιατί ήμασταν 4 παιδιά, τι να προλάβει; Ο μπαμπάς δούλευε, ευτυχώς πολύ καλά και δεν μας έλειπε τίποτα, ήταν άνθρωπος με αρετές. Μεγάλωσα σε μια επαρχία, στο Γεράκι, έξω από τη Σπάρτη. Είναι ένα χωριό ανάμεσα στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα, τα χώματα που παίζαμε ήταν τα θεμέλια των βυζαντινών εκκλησιών. Ήμουν ένα παιδί που μεγάλωσα ως αλαφροΐσκιωτη. Έβλεπα μια εκκλησία και ονειρευόμουν τι μπορεί να ήταν εκεί. Η ιστορία ήταν δίπλα μου. Μεγάλωσα στο Μυστρά, στο κάστρο του Γερακιού και στη Μονεμβασιά. Δεν έπαιξα ποτέ με κούκλα. Είχα μια κούκλα στη ζωή μου, που μου την είχαν κάνει δώρο και την είχε στολίσει στον καναπέ η μάνα μου. Ακόμα την έχουμε» τόνισε στο Λοιπόν.
-Ποια ήταν τα παιχνίδια σου;
«Έπαιζα ποδόσφαιρο, έκανα πολλά αγορίστικα παιχνίδια. Έφευγα μόνη μου, έτρεχα, έκανα αποστάσεις με το ποδήλατο. Ήμουν αλαφροΐσκιωτη, πολύ απομονωμένη ως παιδί, σχεδίαζα πράγματα... Η μάνα μου φοβόταν, έλεγε ότι κάποια στιγμή μπορεί και να τρελαθώ. Λειτουργούσα πολύ μόνη μου και εκεί ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με την παντομίμα, με το θέατρο, για να καλύψω τα κενά καταστάσεων που έζησα, γιατί έχω «χάσει» την αδερφή μου. Έχασα ένα κομμάτι από τη ζωή μου.»
-Τι συνέβη;
«Όταν ήμουν 6 χρονών «έχασα» την αδερφή μου που ήταν 5, αυτό μου τα άλλαξε όλα. Έζησα το θάνατο από πολύ μικρή και τον πόνο της μάνας. Άρχισα να στήνω σκηνικά δικά μου για να υπεκφεύγω. Μια κατάσταση που θα έπρεπε να είμαι καλά εγώ για να ξεπερνάω το θάνατο, θα σου φανεί περίεργο, αλλά το αλαφροΐσκιωτο αυτό δημιουργήθηκε από τον εσωτερικό διάλογο που έκανα με την αδερφή μου, έκανα ότι υπάρχει ακόμα, κι αυτό δεν το ήξερε κανείς.»
- Συμβουλεύτηκες ειδικό γι' αυτό το θέμα;
«Το καταλαβαίνω μετά από χρόνια, ψυχογραφώντας μόνη μου τον εαυτό μου, δεν έχω πάει ποτέ σε ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Αυτοαναλύομαι...»
- Έχει μεγάλο βαθμό δυσκολίας αυτό.
Είμαι άκρως μοναχικό άτομο. Φαίνομαι σε όλους ότι μπορώ να γυρίζω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Το έκανα σε νεότερη ηλικία, αλλά με μέτρο. Ήμουν μέσα σε καταστάσεις και πράγματα τα οποία ήθελα να τα ζήσω, στα υπόγεια, παντού πήγα, έχω γυρίσει τα πάντα, αλλά συντόμευα το χρόνο, λόγω της απόλυτης ελευθερίας που είχα από το οικογενειακό περιβάλλον, γιατί ποτέ δεν άκουσα το «μη» από τον πατέρα μου. Δεν είχα ποτέ δέσμευση, δεν με οριοθέτησε ποτέ πατριαρχικά, δεν τσακώθηκα ποτέ μαζί του.»