Γιάννης Βούρος: «Το ρήμα «φεύγω» έχει κυριαρχήσει στην κοινή μας ζωή μέχρι τώρα»
Το καλοκαίρι, όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό σε σχέση με την εικόνα και τη διάθεση του, ο Γιάννης Βούρος κλείνεις τα 60.
«Ακριβώς. Και εγώ καμιά φορά ακούω που λένε: «Αυτός είναι 60 χρόνων» και μετά συνειδητοποιώ ότι είμαι κι εγώ, αλλά δεν το έχω καταλάβει. Έχω διάθεση 20άρη. Δεν με πάει το σώμα μου πια, αλλά με πάει η ψυχή μου, η φόρα μου, η ενέργεια μου, οι ιδέες μου. Βεβαίως υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι έχω κουραστεί. Η πρώτη φορά που το ξεστόμισα, θυμάμαι, ήταν πριν από 1-2 χρόνια στη Λένα. Καθόμουν στην κουζίνα, έπινα καφέ, κάπνιζα ακόμα τότε και της είπα: «Λένα, κουράστηκα». Αισθάνομαι σιγά σιγά ότι κουράζομαι. Οι συνεργάτες μου μου λένε: «Πώς αντέχετε; Έχετε τόση ενέργεια!». Πάντως πρέπει να έχει σχέση με το ΟΝΑ μου, ο πατέρας μου πέθανε πριν από λίγο καιρό 95 χρόνων και μέχρι την τελευταία ημέρα ήταν όχι απλώς ακμαίος αλλά οξυδερκής, επικοινωνιακός αεικίνητος, έκανε πράγματα στον κήπο του» τόνισε στο ΟΚ.
-Η σύζυγος σου Λένα Κώνστα φρόντιζε τον πατέρα σου.
Με την έννοια: «Βρε παιδιά, πολλά ψώνισα από το σούπερ μάρκετ. Σας παρακαλώ, βοηθήστε με». Δεν ήταν κατάκοιτος, ούτε χρειαζόταν επί 24ώρου βάσης αποκλειστική. Καμία σχέση. Απλά» τον είχε έγνοια, με την έννοια ένα τηλέφωνο το πρωί: «Παππού, έχεις φαγητό; Να φέρω; Ψώνισες. Και την ευχαριστώ ιδιαίτερα, γιατί γενικά δεν είναι καθόλου εύκολες οι σχέσεις με τα πεθερικά.»
-Πριν περιέγραφες τη σκηνή στην κουζίνα σας που είπες στη Λένα: «Κουράστηκα».
«Ναι, κι εκείνη εξεπλάγη.»
-Η Λένα δεν κουράστηκε να λείπεις;
«Ε, ναι. Κυρίως. Έχω πει επανειλημμένως ότι η Λένα είναι ηρωίδα. Νομίζω ότι η ζωή της μαζί μου περιστρέφεται ή μάλλον περιορίζεται σε τέσσερις λέξεις: «γύρισμα, πρόβα, περιοδεία, παράσταση». Νομίζω ότι κατά βάθος επί 18 χρόνια, διακινδυνεύω να πω ότι επί της ουσίας υπήρξα ως ει παρών. Το διακινδυνεύω, γιατί μπορεί να μεταφραστεί αλλιώς. Αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής. Πάρα πολλές φόρες μου έλεγε η Λένα: «Μα ένα Σαββατοκύριακο... Ζηλεύω τα άλλα ζευγάρια. Παρασκευή απόγευμα τελειώνουν τις δουλειές τους, κλειδώνουν το σπίτι, παίρνουν τα παιδιά και κάπου πάνε. Η το βράδυ στις 8.00, λένε "πάμε σε ένα ταβερνάκι". Δεν τα έχω ζήσει εγώ αυτά μαζί σου». Το Σάββατο και να καλούσαμε τη μητέρα της τον πατέρα της ή τους δικούς μου να φάμε όλοι μαζί στις 4 εγώ έπρεπε να πω: «Παιδιά φεύγω έχω απογευματινή.»Αυτό το ρήμα «φεύγω» έχει κυριαρχήσει στην κοινή μας ζωή μέχρι τώρα.»