Θέμης Καραμουρατίδης: «Ο Έλληνας δεν έχει χάσει την ψυχή του. Τον δρόμο του έχει χάσει»
Ο Θέμης Καραμουρατίδης είναι ο σηµαντικότερος συνθέτης της γενιάς του και ένας από τους πιο ταλαντούχους της τελευταίας 15ετίας. Ένας 34χρονος καλλιτέχνης µε πλούσια εργογραφία και διευρυµένο ηχητικά ρεπερτόριο, από τζαζ και ροκ µέχρι λαϊκά, που στην 11χρονη επαγγελµατική του πορεία έχει καταφέρει να συνεργαστεί µε µερικές από τις εµβληµατικότερες φωνές της έντεχνης µουσικής σκηνής: Γαλάνη, Αρβανιτάκη, Τσανακλίδου, αλλά και νεότερες όπως η Νατάσσα Μποφίλιου και η Ελεωνόρα Ζουγανέλη.
Η κουβέντα μαζί του είχε πολλές αφορµές: Το ντεµπούτο του στο σινεµά, µε τη µουσική επένδυση του πολυαναµενόµενου «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη. Την ταυτόχρονη έκδοση του cd µε το σάουντρακ της ταινίας. Την κυκλοφορία του νέου του δίσκου µε τη Γιώτα Νέγκα. Αλλά και το ξαναντάµωµά τους στη σκηνή του «Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου», στις 4, 5, 11 και 12 ∆εκεµβρίου.
Γιατί είπες το «ναι» στο «Ουζερί Τσιτσάνης»;
«Γιατί ντράπηκα να πω «όχι». Θα ήµουν τουλάχιστον χαζός αν έκλεινα τα µάτια στις προκλήσεις αυτής της παραγωγής, η οποία σηµατοδοτεί την επιστροφή του πιο εµπορικού τηλεοπτικού σκηνοθέτη στο σινεµά, αποτελεί τη σηµαντικότερη ελληνική κινηµατογραφική αναφορά στο ζήτηµα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και στρέφεται γύρω από τον µουσικό ογκόλιθο Βασίλη Τσιτσάνη (σ.σ.: η ιστορία του οποίου ξετυλίγεται µαζί µε το love story του πρωταγωνιστικού ζευγαριού της ταινίας). Και φυσικά, δεν µπορούσα να αρνηθώ την πρώτη µου ευκαιρία να γράψω µουσική για τον κινηµατογράφο που λατρεύω».
Ήταν στοίχηµα για εσένα η µουσική επένδυση µιας ταινίας ποτισµένης µε την αύρα του Τσιτσάνη;
«∆εν σου κρύβω πως στην αρχή µε φόβισε πάρα πολύ. Εκλαψα, και όχι µόνο θεωρητικά. Όταν ηρέµησα, σκέφτηκα πως έπρεπε να διαχωρίσω εξαρχής τους µεταξύ µας «ρόλους». Είναι ο δάσκαλος κι εγώ ένας µαθητής. Θα ήταν µαταιόδοξο να µπω στη διαδικασία µιας µουσικής «αναµέτρησης». Μπήκα, όµως, σε µια άλλη, ίσως δυσκολότερη: της δηµιουργίας πρωτότυπων συνθέσεων που να σέβονται την αµεσότητα, τη λαϊκότητα και την ανθρωπιά της µουσικής του Τσιτσάνη, του θέµατος και της εποχής στην οποία διαδραµατίζεται η ταινία».
Θεωρείς πως τέτοιου είδους µουσικές µπορούν να αγγίξουν το σηµερινό κοινό, που είναι µαθηµένο σε έναν µαξιµαλιστικό τρόπο ζωής και διασκέδασης;
«Εννοείς τον τρόπο ζωής που ζήσαµε τσαπατσούλικα πριν µας τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια; Τη ζωή µε τις επίπλαστες ανάγκες που ουσιαστικά ποτέ δεν µάθαµε να ζούµε και τώρα ξαφνικά χρεωθήκαµε; Ο Έλληνας δεν έχει χάσει την ψυχή του. Ακούει τον Τσιτσάνη µ’ ένα µπουζούκι και κάτι γίνεται µέσα του. Τον δρόµο του έχει χάσει, γιατί προσπάθησε να πάει «δυτικά» χωρίς εφόδια και χωρίς προοπτική».
Πηγή: Real