Γιώργος Μαργαρίτης: «Κοιμόμουν στα παγκάκια και στις εκκλησίες»
Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι αναμφίβολα ένα μεγάλο όνομα του λαϊκού τραγουδιού. Και για να γνωρίσει την επιτυχία πέρασε πολλές δυσκολίες. Ίσως γι’ αυτό και καταλαβαίνει τι σημαίνει καημός.
«Εδώ, ακριβώς απέναντι, μέχρι προχτές έμεναν οι πρόσφυγες και έβλεπα κάτι παιδιά από τη Συρία να μπαίνουν στο μαγαζί και να παραγγέλνουν καφέδες. Μιλάμε για λεβεντόπαιδα, ψηλά παλικάρια και όμορφα - ράγιζε η καρδιά μου που τα έβλεπα. Ήταν ωραία ντυμένα, μοντέρνα, με τα τηλέφωνά τους και τα πάντα» δήλωσε στο Πρώτο Θέμα και συνέχισε:
«Μακάρι η πατρίδα μας -και το λέω πολύ σοβαρά- να είχε τις υποδομές και όλους αυτούς και άλλους τόσους να τους κάναμε δικούς μας. Μόνο συμφέρον θα είχαμε - και το εννοώ. Και εγώ όταν είχα έρθει από τα Τρίκαλα κοιμόμουν στα παγκάκια και στις εκκλησίες. Όταν λίγες οι φορές που έπεφτα για ύπνο και δεν ζητούσε το στομάχι μου φαγητό. Γι’ αυτό, όπως και εγώ τότε, οι τραγουδιστές ήταν δυνατοί, είχαν πόνο μέσα τους, δεν τραγουδούσαν έτσι, αλλά από την ψυχή τους. Δεν βγήκαν να πάρουν λεφτά από τον κόσμο, δεν τα θέλανε τα λεφτά. Άλλο μετερίζι είχαν».
- Δεν νιώθουν όμως τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο και οι άνθρωποι σήμερα; Ούτε την πατρίδα τους;
«Μα πρέπει να την αγαπάς την πατρίδα για να σου λείπει. Ο καθένας πάντως βιώνει τον δικό του πόνο: εμείς ήμαστε εννιά παιδιά -το ένα μάλιστα είχε φύγει από την πείνα- και λιμοκτονούσαμε, αλλά ο πατέρας μου είχε άλλον καημό. Επειδή δεν πρόλαβε να γνωρίσει πατέρα συνήθιζε να μας λέει ,την ώρα που η μάνα μας έβγαζε το ταψί με τη μανέστρα την παγωμένη για να την κόψει στα εννιά, «τι ανάγκη έχετε εσείς αφού έχετε τον πατέρα σας;». Εγώ δεν το καταλάβαινα, αλλά αυτός για άλλο πονούσε, για το ότι δεν γνώρισε τον πατέρα του».