Λευτέρης Πανταζής: «Η Σακελλαρίου δεν με ήθελε γιατί…»
O Λευτέρης Πανταζής γυρίζει τον χρόνο πίσω και θυμάται… Πότε έκανε το πρώτο μεγάλο «μπαμ» σε νυχτερινό κέντρο;
«Την περίοδο 1981-82, που έβγαλα το σουξέ «Να πεθάνουν οι γυναίκες», το οποίο προκάλεσε μεγάλο χαμό! Λίγο πριν κυκλοφορήσει το τραγούδι, είχα κλείσει εμφανίσεις ως πρώτο όνομα στο κέντρο Μον Σενιέρ μαζί με τη Ρίτα Σακελλαρίου, αλλά το μαγαζί δεν πήγαινε καλά και φέρανε τον Μανώλη Αγγελόπουλο ως πρώτο αντρικό όνομα. Είπα στον επιχειρηματία ότι τα Χριστούγεννα θα έβγαινε ένα μεγάλο σουξέ και θα γέμιζε το κέντρο, αλλά δεν με πίστεψε. Ετσι, όταν ήρθε ο Αγγελόπουλος εγώ έφυγα. Μάλιστα, του εξήγησα ότι αποχωρούσα γιατί ήθελα να ανοίξω τα φτερά μου και, προς τιμήν του, το κατάλαβε ο άνθρωπος. Πήγα, λοιπόν, να δουλέψω στο Πανόραμα με τον Θεόδωρο Καμπουρίδη και μόλις βγήκε το «Να πεθάνουν οι γυναίκες» οι πόρτες στο μαγαζί «έσπαγαν». Από τις 12 τα μεσάνυχτα βγάζαμε ταμπέλα ότι ήμασταν πλήρεις. Κι ερχόταν και η Σακελλαρίου, θυμωμένη μαζί μου που τους παράτησα!» τόνισε στην Espresso.
-Η Ρίτα είχε αρνηθεί να συνεργαστεί μαζί σου στη Φαντασία;
«Ναι. Η Σακελλαρίου δεν με ήθελε γιατί «μου το κρατούσε» από τότε που είχα φύγει από το Μον Σενιέρ. Ο επιχειρηματίας Κοσμάς Καλογράνης όμως, ο οποίος ήταν πολύ άντρας -μιλάω για τον αδελφό του Μιχάλη Μενιδιάτη-, επειδή μου είχε δώσει το χέρι του, δεν αισθανόταν καλά απέναντί μου με τη στάση της. Τελικά τον έβγαλα εγώ από τη δύσκολη θέση, λέγοντάς του «δεν πειράζει, αφού δεν θέλει, την άλλη χρονιά που θα φύγει η Ρίτα, θα έρθω εγώ». Πράγματι, πήγα και κάθισα τέσσερις σεζόν. Στη Φαντασία δούλεψα με τον Ζαμπέτα, την Αντζελα, τον Γερολυμάτο, την Κωνσταντίνα. Το αδιαχώρητο! Ομως η... κοσμογονία έγινε μετά, με τη συνεργασία μου στα κέντρα του Γιάννη Παπαθεοχάρη. Πρώτα στον λεγόμενο μικρό Διογένη και μετά στο περίφημο Διογένης Palace, που χτίστηκε για μένα όταν είχα βγάλει το σουξέ «Ταραχή», και το εγκαινίασα με την Αννα Βίσση. Στα τρία μαγαζιά του Παπαθεοχάρη -βάζω και το Απόλλων Palace, που ήταν πάνω από το Διογένης Palace- τραγουδούσα σε επτά προγράμματα την ημέρα και όλα ήταν γεμάτα: πρωινό, απογευματινό, τσάι, παιδικό και τρία νυχτερινά. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο επί έντεκα μήνες, χωρίς εβδομαδιαίο ρεπό, και διήρκεσε επτά χρόνια!»