Λευτέρης Πανταζής: Γιατί άλλαξε το επίθετό του;
Ο Λευτέρης Πανταζής έκανε καριέρα με αυτό το επίθετο, αλλά δεν είναι αυτό το πραγματικό του.
Το κανονικό σου όνομα είναι Παγκοζίδης, έτσι;
Ναι. Αλλά πρωτοβγήκα στο τραγούδι με το όνομα Πανταζίδης -ήταν το επίθετο της γιαγιάς μου- και μετά το έκανα Πανταζής. Το Πανταζίδης το άλλαξα γιατί πήγα σε μια εκπομπή που λεγόταν «Μεσημέρι με τη Μόιρα» κι εκεί ένας δημοσιογράφος, ο Χρήστος Αντωνόπουλος, με προβλημάτισε λέγοντάς μου πως δεν θα μπορέσω να κάνω καριέρα με ένα επίθετο το οποίο παραπέμπει στον Καζαντζίδη. Το σκέφτηκα και τελικά το έκοψα σε Πανταζής, ένα όνομα που έχει και ωραίο μήνυμα, αν το αναλύσεις: πάντα - ζεις!
Πώς ήταν τα πρώτα σου βήματα;
Ολο διωγμούς και καταποντισμούς. Οταν κάποιος μεγάλος τραγουδιστής έφερνε τον γιο, την κόρη ή τον κολλητό, με έδιωχναν από το μαγαζί! Ημουν η πρώτη επιλογή για διωγμό. Πήγαινα σπίτι κι έκλαιγα, και μου 'λεγε η μάνα μου: «Δεν σου 'λεγα να γίνεις δικηγόρος ή γιατρός; Να, σ' έδιωξαν πάλι». Ο πατέρας, όμως, μου έκλεινε το μάτι, γιατί με πίστευε πολύ κι έβλεπε την κάψα μου για το τραγούδι. Από δισκογραφικής πλευράς μετά το τραγούδι «Λουστράκος στην Αθήνα», που ήταν το πρώτο μου, το 1978 έβγαλα το «Δεν θυμάμαι πώς τη λένε» σε στίχους της Μάρως Μπιζάνη. Τότε ήμουν ερωτευμένος με τη Μάρω, αλλά με έπιασε το ποντιακό και τη χώρισα, επειδή δεν ήθελα η γυναίκα να πιστεύει ότι πάω μαζί της για να την εκμεταλλευτώ. Ομως, ύστερα από αρκετά χρόνια, που βρεθήκαμε στον Κορυδαλλό, εκείνη μου είπε: «Τόσο βλάκας ήσουνα; Εγώ σε αγαπούσα αληθινά».
Εναν χρόνο μετά ήρθε ο πρώτος μεγάλος δίσκος σου, με τα «Παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας» και «Μια εμπειρία ακόμη λοιπόν».
Ο δίσκος λεγόταν «Αγαπιόμαστε» -ένα τραγούδι που επίσης έγινε μεγάλο σουξέ- και βγήκε από την Panivar. Από το Αιγάλεω πήγα με τα πόδια στην Ομόνοια, για να συναντήσω τον ιδιοκτήτη της, τον Παναγιώτη Βαρδουλάκη. Του άφησα μια κασέτα με τα τραγούδια μου. Περπάταγα περίπου μιάμιση ώρα για να φτάσω στο σπίτι μου και μόλις με είδε η μάνα μου μού λέει: «Πάρε αυτά τα λεφτά για το λεωφορείο, γιατί πρέπει να ξαναπάς στην εταιρία. Τηλεφώνησε ο κύριος Βαρδουλάκης και θέλει να υπογράψετε συμβόλαιο». Μέχρι να φτάσω στο Αιγάλεω, είχε ακούσει το ντέμο και τρελάθηκε, γιατί, πραγματικά, τα περισσότερα ήταν μεγάλα σουξέ, που είχαν γράψει μεταξύ άλλων ο Γιώργος Κόρος, η κόρη του, Κατερίνα Κόρου, και η Γεωργία Τόγκα. Ο πρώτος μου προσωπικός δίσκος πούλησε 400.000 αντίτυπα. Από τότε ακολούθησαν σαράντα μεγάλα άλμπουμ, που έγιναν χρυσά και πλατινένια.