Αλέξανδρος Βέλιος: «Οι τελευταίες 100 μέρες της ζωής μου»
Ο Αλέξανδρος Βέλιος δίνει μια «άνιση μάχη» με την επάρατο νόσο. Ο χρόνος που του απομένει δεν είναι πολύς. Επέλεξε να κάνει ευθανασία σε μία κλινική στη Ζυρίχη. Οι μέρες που του μένουν είναι μόλις… 100.
«Με βάση τις προβλέψεις των γιατρών και την παθολογική κόπωση που έχει αρχίσει να με καταλαμβάνει οι 100 μέρες λειτουργικής ζωής μοιάζουν αυτή τη στιγμή με όνειρο απατηλό. Πώς θα ήθελα να τις γεμίσω αν τις διέθετα; Στο πιο ρεαλιστικό, πρακτικό κομμάτι, η απάντηση είναι εύκολη: το βιβλίο μου έχει ξεκινήσει να μεταφράζεται στα αγγλικά και η προοπτική να συμμετάσχω στην προσπάθεια να βγει από τα ελληνικά σύνορα με θέλγει ιδιαίτερα, όπως είναι φυσικό. Εχω, εξάλλου, μια διαφέρουσα πρόταση να διασκευαστεί ως θεατρικό μονόπρακτο. Τι δεν θα 'δινα για να προλάβω την πρεμιέρα! Κι ακόμα, έχω αποδεχθεί μέχρι σήμερα προσκλήσεις για μια περιοδεία παρουσίασης του βιβλίου σε τέσσερις μεγάλες πόλεις, καθώς και για ένα συνέδριο στα Γιάννενα με θέμα το ζήτημα της ευθανασίας, τον Νοέμβριο. Τέλος αλλά επί της ουσίας πρώτιστο, βρίσκομαι σε προχωρημένες συζητήσεις για την ίδρυση ενός φορέα με ενδεικτικό τίτλο «Πολίτες για την αξιοπρέπεια στη ζωή και στον θάνατο», πρόεδρος του οποίου έχει δεχτεί να αναλάβει ο εμβληματικός Καθηγητής Θεοδόσης Τόσιος. Όλα αυτά ξεχειλίζουν και από αυτό το συμβολικό χρονοδιάγραμμα των 100 ημερών.
Ας ονειρευτούμε, ωστόσο. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα ταξίδι, αυτό θα ήταν ένας αποχαιρετισμός στην Προβηγκία, την περιοχή της Γαλλίας που αγαπώ περισσότερο για τις πανέμορφες μικρές πόλεις της και τους απέραντους κάμπους λεβάντας. θα ήθελα να κάνω το ταξίδι αυτό με ένα δυνατό, ευρύχωρο, απολαυστικό αυτοκίνητο και με σταθμούς μια σειρά από επίλεκτα ξενοδοχεία. Δεν υπήρξα ποτέ ασκητικός σης βατές χαρές της ζωής! Αλλά θα ήθελα να περάσω και δυο τρεις μέρες στη Γενεύη, πόλη που ενθυλακώνει πολλές νεανικές αναμνήσεις μου από τη δεκαετία του 1970. Η λίμνη της είχε πάντοτε μια γαληνευτική επίδραση πάνω μου, που σήμερα την αποζητώ.
Υπάρχει ένας συγγραφέας που αγαπώ ιδιαίτερα και με τον οποίο θα είχα πάρα πολλά να συζητήσω. Αν ο Γκορ Βιντάλ ζούσε σήμερα, ευχαρίστως θα ταξίδευα έως την Αμερική για να τον συναντήσω. Δυστυχώς, πέθανε σχετικά πρόσφατα. Υπάρχει, ωστόσο, μια Ελληνίδα συγγραφέας: η Μάρω Δούκα. Δεν την έχω γνωρίσει προσωπικά και δεν είμαι φανατικός αναγνώστης της. Είναι, όμως, ένα βιωματικό βιβλίο της, η «Πλωτή πόλη», με αφορμή το οποίο θα μου άρεσε να έχω μια πολύωρη, εκ βαθέων συζήτηση, κυρίως ακούγοντας την αναδρομική εξομολόγηση της. Οσο το σκέφτομαι, τόσο λέω στον εαυτό μου «και γιατί δεν της το ζητάς; θα είναι όμως πρόθυμη να ξύσει παλιές της πληγές ύστερα από τόσα χρόνια;»
Με την ευκαιρία, υπήρξε στη ζωή μου για ένα σχετικά βραχύ διάστημα, μεταξύ 1999-2000, μια γυναίκα που με ταλάνισε πολύ αλλά με δίδαξε πολλά. Πονέσαμε ο ένας τον άλλον με κανιβαλικό ζήλο και χωρίσαμε βίαια. Έμαθα, ωστόσο, πράγματα για τον εαυτό μου και για τις ανθρώπινες σχέσεις που είχαν καθοριστική επίδραση πάνω μου. Στην πραγματικότητα, μέσα από αυτή την ακανθώδη σχέση είδα τη ζωή με άλλα μάτια, απέβαλα τα μετεφηβικά μου χνούδια, έγινα άλλος άνθρωπος - πιο συνειδητός, πιο σοφός. Της το οφείλω. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να της το πω. Ξέρω ότι σήμερα ζει, παντρεμένη, εκτός Ελλάδος. Στον φαντασιωτικό κατάλογο των επιθυμιών μου της χρωστάω μια εξήγηση για τα λάθη που εγώ διέπραξα τότε, από άγνοια και ανωριμότητα, και μια χωρίς φτιασίδια περιγραφή της οφειλής μου.
Συνειδητοποιώ, μέσα σε όλα αυτά, ότι οδεύω προς το τέλος της ζωής μου χωρίς μεγάλες ανεκπλήρωτες επιθυμίες, χωρίς καταπιεσμένες ματαιοδοξίες, χωρίς ανοιχτούς λογαριασμούς με τους ανθρώπους. Έζησα, εν πολλοίς, δημιουργικά, με τους όρους και τις προδιαγραφές που εγώ είχα θέσει. Η δεξαμενή μου από μνήμες και παραστάσεις είναι πλήρης. Ναι, αισθάνομαι ότι θα είχα πράγματα να κάνω, να προσφέρω, αν διέθετα κι άλλους μήνες κι άλλο χρόνια ζωής. Αλλά δεν υπήρξα ποτέ πλεονέκτης. Κι εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι, μου λέει ο ποιητής. Μου αρκεί»
Πηγή: Espresso