Χάρης Φραγκούλης: «Κι αν σήµερα κάνω θέατρο, είναι από ανηµπόρια. Από αδυναµία»
Ο Χάρης Φραγκούλης γεννήθηκε το 1985. Άφησε τη Βιολογία στο πτυχίο για να µπει στο θέατρο και να τελειώσει τη σχολή του Εθνικού. Πρωτοδούλεψε µε τον ∆ηµήτρη Καταλειφό, για να συνεχίσει µε την αφρόκρεµα των σηµερινών Ελλήνων σκηνοθετών (Αντύπας, Βογιατζής, Καραζήσης, Καραθάνος, Μαστοράκης, Χατζόπουλος, Χουβαρδάς κ.ά.).
Κέρδισε το βραβείο «∆ηµήτρης Χορν» το 2013, βραβείο Ανδρικής Ερµηνείας ως πρωταγωνιστής στην ταινία «Αισθηµατίες» του Νίκου Τριανταφυλλίδη και έχει δοκιµάσει τις δυνάµεις του στον σκηνοθετικό στίβο, παρέα µε τους φίλους του, την οµάδα Kursk, µε παραστάσεις που συζητήθηκαν. Κι όλα αυτά µέσα σε µόλις έξι χρόνια. Ο απαιτητικός νέος του ρόλος, ο «∆ον Ζουάν» του Μολιέρου διά χειρός του ανατρεπτικού σκηνοθέτη Μιχαήλ Μαρµαρινού (πρεµιέρα στις 25 του µηνός στη Στέγη του Ιδρύµατος Ωνάση), µας συστήνει ένα από τα πιο εναλλακτικά νέα πρόσωπα της εγχώριας θεατρικής σκηνής. Έναν καλλιτέχνη που αγωνίζεται, µε όρους «πυγµαχικής πειθαρχίας», να βρει τον εαυτό του µέσα από τον διάλογο µε τα φωτισµένα και ανήσυχα µυαλά της εποχής του.
Τη νέα γενιά ηθοποιών, στην οποία ανήκεις, τη θεωρείς λιγότερο συντηρητική και περισσότερο ελεύθερη να δηµιουργήσει µέσα από την αµφισβήτησή της;
Όχι. Η σηµερινή ελευθερία του να κάνεις κάτι, δήθεν απενοχοποιηµένα, ή να εκφράζεις τη γνώµη σου και τη βεβαιότητά σου µε άνεση στο ίντερνετ και στα social media, παραβλέποντας την έλλειψή σου, δεν µου λέει τίποτα. Σήµερα όλοι θέλουν να εκφραστούν. Ακόµη και τα παιδιά στις δραµατικές σχολές. ∆εν υπάρχουν δάσκαλοι, δεν υπάρχει και το ζητούµενο να υπάρχουν δάσκαλοι. «∆εν µου αρέσει ο Ταρκόφσκι», σου λέει ο άλλος, «επειδή είναι αργός». Όχι, φίλε µου. Ο Ταρκόφσκι δεν είναι αργός αλλά πυκνός κι εσύ απαίδευτος. Γιατί κοιτάς τα πράγµατα από πάνω και επί ίσοις όροις. Για να προχωρήσεις και να δεις ψηλά που είναι ο ουρανός, πρέπει να είσαι από κάτω. Το δικαίωµα στο οµιλείν σε έναν χώρο σαν κι αυτόν του θεάτρου -που βρίθει από υποκειµενικότητα και παραµορφωτικούς καθρέφτες- δεν είναι αυτονόητο. Θα έπρεπε να κερδίζεται. Στη µουσική, εάν δεν πιάσεις τον τόνο, θα σε πούνε φάλτσο. Στο µποξ, που παίζω χρόνια, θα σε σύρουν έξω από το ρινγκ. Αυτό το «όλα χωράνε» στη σκηνή είναι φασισµός. Εξ ου και µπορούν να ισοπεδωθούν εξαιρετικές παραστάσεις όπως του Καραζήση ή του Παπαβασιλείου. Επειδή δεν τα χωράνε όλα.
Εσύ τι είδους θέατρο θέλεις να κάνεις;
Θέλω να κάνω θέατρο για το θέατρο, όχι για να πω κάτι - αυτό, δηλαδή, που σου λένε ότι δεν πρέπει να κάνεις. Αν ήθελα κάτι να πω, άµα είχα µια θέση, δεν θα χρησιµοποιούσα το θέατρο γι’ αυτόν τον σκοπό. ∆εν µου αρέσει η αναπαράσταση, αλλά το παραµύθι του θεάτρου. Όταν µου λένε κάποιοι ότι το έργο που κάνω δεν αφορά κανέναν γιατί δεν µιλάει για την κρίση ή δεν είναι επίκαιρο, αναρωτιέµαι τι εννοούν. Πώς θα τους λύσω τα προβλήµατα; Λύνονται ποτέ τα προβλήµατα µόνο µε την κουβέντα ή την παρακολούθηση µιας παράστασης; Απλώς µε το θέατρο ζεσταίνεται κάπως η ψυχή.
Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς µε το θέατρο; Μικρός δεν είχες καµία σχέση µαζί του. Και παρότι µεγάλωσες σε σπίτι µε ανησυχίες (σ.σ.: ο πατέρας του έχει τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»), δεν ήσουν «διαβαστερό» παιδί...
Αλήθεια, δεν διάβαζα καθόλου. Ούτε έβλεπα. Κι αν σήµερα κάνω θέατρο, είναι από ανηµπόρια. Από αδυναµία. Από ανικανότητα να αντέξω την «πραγµατικότητα». Κάνω θέατρο για να συναντηθώ µε πρόσωπα και κείµενα, µε κάτι δικό µου που θέλει να «ζεσταθεί».
Τα βγάζεις πέρα οικονοµικά;
Τα βγάζω, τα βγάζω. Έχω ένα πολύ µικρό σπιτάκι στο Πεδίον του Άρεως, όπου έχω βάλει πολλά χαλιά και έναν θερµοποµπό που µου έχει κάνει δώρο µια φίλη. ∆εν τρώω ακριβά, τρώω υγιεινά, αθλητικά. ∆εν πίνω ιδιαίτερα πράγµατα. Μια χαρά ζω. Λιτά, αλλά όχι από ιδεολογία. Μου αρέσουν πολύ οι περιποιήσεις, να πάω σε ένα ξενοδοχείο µε πισίνα και τζακούζι. Κι όταν έχω λεφτά -γιατί αποταµιεύω- το κάνω οπωσδήποτε. Και δίχως ενοχές. Παρότι πληρώνοµαι αισχρά. Ψίχουλα. Αλλά ζω σαν βασιλιάς γι’ αυτά που θέλω.
Πηγή: Real