Παύλος Κοντογιαννίδης: «Δούλευαν οκτώ θέατρα εδώ επί δραχμής και τώρα είναι ερείπιο, νεκροταφείο»
Ο Παύλος Κοντογιαννίδης μιλά με περηφάνια για την οικογένειά του.
«Ναι, δόξα τω Θεώ. Εχω μια κόρη που τη χαίρομαι και η οποία σπουδάζει στο πανεπιστήμιο. Βλέπω τα νέα παιδιά που έχουν πτυχία και φεύγουν από τη χώρα. Δεν μου αρέσει αυτό. Πιστεύω στο δόγμα «μένω στη χώρα και παλεύω να αλλάξω τα πράγματα». Είμαι επαναστάτης από μικρός κι επιβιώνω. Αγαπάω την πατρίδα μου και δεν θέλω να μου την πάρουν. Δεν θα φύγω προκειμένου να αφήσω τους άλλους να βγάλουν την άκρη μόνοι τους. Η γη μας μπορεί να θρέψει πολλούς. Οι δικοί μου ήρθαν με ένα κουτάλι από τον Πόντο, έγιναν νοικοκυραίοι, έκαναν σπίτια, προκοπή, κι έβγαλαν επιστήμονες» τόνισε στην Espresso.
-Είστε για τριάντα και πλέον χρόνια ένας από τους πιο αγαπημένους κωμικούς καλλιτέχνες, από τους καλύτερους ρολίστες, ενώ πήρατε υποτροφία ως δραματικός ηθοποιός και τραγωδός. Πώς νιώθετε όταν έρχονται στον δρόμο οι θαυμαστές και σας λένε «γεια σου, ρε Παύλο»; Δεν την «ψωνίσατε» ποτέ;
«Τα ανίψια μου είναι γιατρουδάκια και τους λέω «ελάτε, βρε, να σας κάνω το τραπέζι με σουβλάκια». Γελάνε, γιατί τους φαίνομαι απλός. Εγώ δεν έβαλα πλάνο στη ζωή μου να γίνω αναγνωρίσιμος. Προέκυψε. Ο Πάνος Χατζηκουτσέλης έλεγε ότι το τρελό με τους ηθοποιούς είναι ότι θέλουν να γίνουν διάσημοι και μετά βάζουν μαύρα γυαλιά για να μην τους αναγνωρίζουν. Δεν έπαθα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έγινα ηθοποιός, γιατί μου άρεσε το θέατρο, με μάγεψε το σανίδι και δεν έχω κανένα πρόβλημα να με χαιρετήσουν στον δρόμο ή να με αγκαλιάσουν. Δεν έγινα ηθοποιός για να το παίξω «μούρη» και να κυκλοφορώ κι εγώ με μαύρα γυαλιά στον δρόμο όπως κάνουν κάποιοι αλλοι. Εδώ, στην περιοχή της Αλεξάνδρας, στου Γκύζη, με ξέρουν οι πάντες. Δεν είμαι ο κύριος Κοντογιαννίδης, είμαι ο γείτονάς τους. Ακούω από το «Τι κάνεις, βρε καρντάσι» μέχρι «Τι γίνεται, βρε καπετάνιε». Την αγαπάω την περιοχή μου. Οταν κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη, επέλεξα την Αλεξάνδρας για να ζήσω γιατί ήταν η πιάτσα των θεάτρων. Ήταν όλη φωταγωγημένη. Δούλευαν οκτώ θέατρα εδώ επί δραχμής και τώρα είναι ερείπιο, νεκροταφείο.»