«Ο Κόρος μου έδωσε μια με το δοξάρι και μου είπε: Πρόσεχε βλάχο…»
Μετράει 40 χρόνια στο τραγούδι και έχει «οργώσει» την Ελλάδα και τα πανηγύρια της, λατρεύει την ελληνική μουσική παράδοση και το αποδεικνύει σε κάθε του εμφάνιση, με τις επιλογές των κομματιών που ερμηνεύει.
Γεννημένος στο χωριό Σειρές των Καλαβρύτων, είναι ο πιο μικρός από έξι αδέλφια και σε ηλικία 8 χρόνων έμεινε ορφανός από μητέρα, γεγονός που τον σημάδεψε.
Άρχισε το τραγούδι στα 14 του μαζί με έναν συγχωριανό του, που έπαιζε κλαρίνο και τον έπαιρνε μαζί του στα πανηγύρια της περιοχής. Ο «άρχοντας της παράδοσης», όπως τον αποκαλούν, είναι αυτοδίδακτος στο τραγούδι και, όπως εξήγησε στην «Espresso», ποτέ κανείς δεν τον βοήθησε στην καριέρα του. «Ο,τι έμαθα το έμαθα μόνος μου. Πήρα τα “όπλα” στα χέρια κι έγινα αυτό που έγινα. Κανένας τραγουδιστής δεν με έχει βοηθήσει και το λέω με απόλυτη ειλικρίνεια» είπε ο Γιώργος Μπέκιος και συνέχισε: «Προσπαθούσα πάντα να δουλεύω με καλλιτέχνες από τους οποίους είχα κάτι να μάθω. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται ο Στάθης Κάβουρας, ο Γιάννης Κωνσταντίνου, ο Τάκης Καρναβάς, ο Αλέκος Κιτσάκης, η Σοφία Κολλητήρη, η Τασία Βέρρα, η Φιλιώ Πυργάκη και άλλοι, που ξεχνώ τώρα και θέλω να με συγχωρέσουν. Βεβαίως, από μικρός ο αγαπημένος μου ήταν ο αείμνηστος Γιώργος Παπασιδέρης, με τον οποίο δεν πρόλαβα να δουλέψω. Οταν ήμουν παιδάκι, όμως, τον είχα δει και ακούσει σε μια ζωντανή εμφάνισή του».
Η αλήθεια είναι πως ο δρόμος του Γιώργου Μπέκιου μέχρι να φτάσει στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα και να του ανοίγουν σε μια βραδιά 200 κιβώτια σαμπάνιες -όπως συνέβη στο κέντρο Αγρίμια- δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. «Αντιμετώπισα πάρα πολλές δυσκολίες, του τύπου “το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό”, αλλά έκανα υπομονή. Έλεγα μέσα μου ότι «κάποια στιγμή θα γίνω κι εγώ. Με τον Γιώργο Κόρο και διάφορους τραγουδιστές, που δεν θέλω να τους κατονομάσω, είχαμε πάει να τραγουδήσουμε σε έναν γάμο. Όμως, η ώρα είχε πάει 2.30 τη νύχτα και ακόμη δεν μου είχαν δώσει το μικρόφωνο να τραγουδήσω. Το κοινό αποτελείτο από 1.000 άτομα κι ένας θαμώνας είπε κάποια στιγμή στην ορχήστρα: “Αυτό το παιδάκι δεν θα το ακούσουμε ποτέ;” Τελικά, πήρα το μικρόφωνο και άρχισα να τραγουδάω μέχρι το πρωί, γιατί ο κόσμος -που, στο δικό μας επάγγελμα, αυτός αποφασίζει ποιος θα γίνει και ποιος δεν θα γίνει- δεν με άφηνε να κατέβω» θυμάται και συνεχίζει: «Το πρωί που τελειώσαμε ο Κόρος μού έδωσε μια με το δοξάρι στο κεφάλι και μου είπε: “Πρόσεξε, βλάχο από τα Καλάβρυτα... Θα γίνεις καλός τραγουδιστής, αλλά να προσέξεις τις κινήσεις σου και να είσαι ειλικρινής σε όλα σου”». Τον ρωτάμε γιατί τον αποκαλούν «άρχοντα της παράδοσης» και η απάντηση του έρχεται αυθόρμητα: «Το δημοτικό τραγούδι είναι στο αίμα μου! Όπου και να εμφανίζομαι χαίρομαι να τραγουδάω την “Ιτιά“, το “Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές”, τον “Αμάραντο” και τα άλλα αγαπημένα δημοτικά τραγούδια, που αρέσουν πολύ και στα νέα παιδιά και μου τα ζητάνε. Όμως, η αλήθεια είναι πως το δημοτικό τραγούδι σιγά σιγά πάει να χαθεί, γιατί οι νέοι τραγουδιστές το έχουν αφήσει πίσω ή το παραποιούν με διάφορα ακούσματα που δεν έχουν σχέση με τη μουσική μας παράδοση».