Γιάννης Τσιμιτσέλης: «Ήμουν ο άντρας του σπιτιού διότι έπρεπε να υπερασπίζομαι τη μάνα μου»
Για τη ζωή του στη Ζυρίχη, το χωρισμό των γονιών του αλλά και για τη σχέση με τον αδερφό του, μίλησε σε πρόσφατη συνέντευξη του ο Γιάννης Τσιμιτσέλης, ανασύροντας μνήμες από την παιδική του ηλικία.
Γεννημένος στη Ζυρίχη, ο Γιάννης είχε μια ασυνήθιστη παιδική ηλικία. Συλλογιζόμενος τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε, συνειδητοποιεί ότι συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του.
«Οι γονείς μου ήταν οικονομικοί μετανάστες εκεί», εξιστορεί.
«Η μόδα τότε ήταν, αν έφευγε ένας από ένα χωριό και πήγαινε, π.χ., στο Βέλγιο, έφευγαν όλοι να πάνε και αυτοί στο Βέλγιο. Έτσι στο δικό μας χωριό -δεν ξέρω πώς την είδαν- τους έκατσε η Ζυρίχη! Ολοι πήγαν στη Ζυρίχη. Αν τους μαζέψεις όλους πρέπει να ήταν πάνω από πενήντα άτομα εκεί. Πολλοί, βεβαίως, τώρα έχουν ξαναγυρίσει. Οι δικοί μου επέστρεψαν όταν εγώ ήμουν ενάμισι έτους, λόγω διαφόρων προσωπικών προβλημάτων που τους οδήγησαν στον χωρισμό. Οι περισσότεροι εκείνο τον καιρό, επειδή ήταν πολύ Ελληνάρες -ήταν και οι εποχές τέτοιες- πήγαιναν, δούλευαν, έβγαζαν κάποια χρήματα και επέστρεφαν στην πατρίδα. Ο αδελφός μου ήταν 7, είχε πάει και παιδικό σταθμό εκεί. Τώρα μπορεί να επικοινωνήσει πολύ άνετα με ένα παιδάκι 6-7 ετών στα γερμανικά. Θυμάται τη γλώσσα στο επίπεδο που τη χρησιμοποιούσε τότε. Δυστυχώς δεν τα καλλιέργησε όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα. Είναι από τα πράγματα που έχει μετανιώσει στη ζωή του, αλλά ποτέ δεν είναι αργά!», λέει και συνεχίζει:
«Μετά, όταν χώρισαν οι δικοί μου, εγώ με τη μάνα μου μείναμε στα Ρετσίνα Μεσολογγίου και ο αδελφός μου με τον πατέρα μου στο Κρυονέρι Μεσολογγίου, Τον έβλεπα κάθε Σαββατοκύριακο. Είτε στη μάνα μου είτε στον πατέρα μου, ήμασταν μαζί. Μου έλειπε, ναι, αλλά ίσως αυτό να μας έδεσε και περισσότερο. Εξάλλου υπήρχαν και κάποια χρόνια που, εξαιτίας της διαφοράς των έξι ετών που έχουμε, δεν υπήρχε επαφή. Οταν αυτός ήταν 17 κι εγώ έντεκα. Η διαφορά ήταν χαοτική, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα κάποιου κοινού ενδιαφέροντος εκτός από τον Ολυμπιακό. Έπρεπε να υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος. Τότε δεν ήθελε να με κάνει παρέα. Μετά, όταν ήμασταν 20 και26, όλα ήταν μια χαρά. Αλλωστε εγώ έφυγα από το σπίτι στα 17 μου. Ηρθα στην Αθήνα και είπα να γραφτώ σε μια δραματική σχολή. Βασικά ήθελα να έρθω να μείνω μόνος μου, να βγαίνω έξω, να πίνω τα ποτά μου, να μη δίνω λογαριασμό τι κάνω και πού πάω. Να ζήσω το φοιτητικό όνειρο.
Ο πατέρας μου έμενε στο Κρυονέρι, η μάνα μου με τον αδελφό μου είχαν μετακομίσει στην Πάτρα, κάποια στιγμή η μάνα μου ξανάφυγε για δουλειά στη Ζυρίχη και εγώ έμενα στα Πατήσια. Για μένα ήταν τόσο καινούριο όλο αυτό με την Αθήνα τότε που δεν έδινα πολλή σημασία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και στιγμές που μου έλειπαν πολύ. Κάποιες στιγμές που δεν είχα παρέα, ας πούμε. Ετσι και αλλιώς, όμως, λόγω συνθηκών, επειδή μέναμε μόνοι μας με τη μάνα μου αναγκάστηκα από πολύ νωρίς να μεγαλώσω γρηγορότερα από την ηλικία μου και να αναλάβω ευθύνες που δεν μου αναλογούσαν. Έπρεπε να είμαι και πατέρας στον εαυτό μου ταυτόχρονα.
Ήμουν ο άντρας του σπιτιού διότι έπρεπε να υπερασπίζομαι τη μάνα μου. Δεν μεγάλωσα σε ένα σπίτι οπού κάλυπταν τα πάντα οι γονείς. Έπρεπε να αναπληρωθεί το κενό, οπότε όλο αυτό με έκανε λίγο πιο σκληρό. Έτσι όταν ήρθα στην Αθήνα, είδα την προσαρμογή μου περισσότερο ως πρόκληση», λέει ο ίδιος σε συνέντευξη του στο Big Fish