Βέγγος: Οι άγνωστες πτυχές της ζωής του, η οικογένειά του και όσα εξομολογήθηκε πριν τον θάνατό του
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν ένας star πραγματικός και αυτόφωτος. Ένας άνθρωπος, όμως, ο οποίος παρά το βελινεκές του και την αγάπη που λάμβανε από τον κόσμο ήταν πάντοτε χαμηλών τόνων.
Δεν συνήθιζε να δίνει συνεντεύξεις, ενώ στεκόταν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι! Έγινε έτσι λόγω μιας συνέντευξης που είχε παραχωρήσει και τα λεγόμενά του είχαν διαστρεβλωθεί πλήρως!
Κάπως έτσι υποσχέθηκε στον εαυτό του, όπως υποστηρίζουν δικοί του άνθρωποι, να μην ξαναδώσει συνεντεύξεις, κάτι που τήρησε μέχρι το τέλος.
Ωστόσο, πριν λάβει αυτήν την απόφαση, ο διάσημος ηθοποιός είχε παραχωρήσει δυο συνεντεύξεις με πολύ ενδιαφέρον στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», το 1971, και στην «Καθημερινή» στη δημοσιογράφο Μαρία Κατσουνάκη, με αποκαλύψεις που αφορούν στην ένταξη του στο υποκριτικό γίγνεσθαι της χώρας, την ενασχόληση του με τη σκηνοθεσία, αλλά και για την προσωπική του ζωή.
Ο «καλός μας άνθρωπος» άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Μαϊου του 2011 σε ηλικία 84 ετών, σκορπώντας τη θλίψη σε όλη την Ελλάδα, κυριολεκτικά. Το εγεκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη, τον οδήγησε στο Νοσοκομείο στις 19 Δεκεμβρίου του 2010 κι εκεί απεβίωσε τον Μάη του 2011.
Επειδή είσαι από τους λίγους ανθρώπους σ’ αυτόν τον τόπο, που εμφανίστηκε στο σινεμά χωρίς να έχει καμία σχέση μ' αυτό και δημιούργησε έναν χαρακτήρα, θα 'θελα να μου μιλήσεις για το ξεκίνημα σου…
«Ο Νίκος Κούνδουρος ήταν η αιτία. Αν δεν συναντιόμαστε στον Στρατό, δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης ούτε Βέγγος. Ο Κούνδουρος ήταν σκηνογράφος. Μια μέρα μου λέει: "Θανάση, όταν απολυθούμε θα παίξεις σε μια ταινία που θα φτιάξω". Γύρισα στο πατάρι κι ούτε που το θυμόμουνα. Έτσι, όταν ήρθε να με βρει, δεν είχα καμία διάθεση πια και αρνήθηκα. Η επιμονή μου όμως ήταν τέτοια, που στο τέλος με κατάφερε.
Γυρίστηκε η Μανική Πόλη και βρέθηκα μέσα σ' έναν καινούργιο κόσμο. Έπαιζα τρίτους ρόλους και δούλευα σαν φροντιστής για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή είναι η αρχή. Γυρίστηκε και ο Δράκος. Μέσα σε δυο χρόνια έπαιξα 22 μικρούς ρόλους που με είχαν τσακίσει. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο, οπωσδήποτε κάτι πιο σημαντικό. Είχα κάποια επιτυχία και μου έδωσαν ρόλους πρωταγωνιστή.
Πνιγόμουνα εκεί μέσα, καταλάβαινα πως δεν ήμουν εγώ, αλλά κάποιος ηθοποιός Βέγγος που τον μεταχειριζόντουσαν όπως ήθελαν. Σε τέτοιο σημείο φτάσανε τα πράγματα, ώστε σκέφτηκα να κάνω μια δική μου εταιρεία παραγωγής, όπου οι ταινίες θα γινόντουσαν όπως πάνω κάτω ήθελα. Με βοήθησαν πολύ δύο σκηνοθέτες: ο Πάνος Γλυκοφρύδης και ο Ερρίκος θαλασσινοί. Ταινίες σαν τον Παπατρέχα ή το Μην Είδατε τον Παναή δεν θα βγαιναν χωρίς αυτούς.
Και μέχρι ενός σημείου ήμουνα ήσυχος. Μια μέρα ο Γλυκοφρύδης μου είπε πως ήταν αδύνατο να συνεχίσει μαζί μου, γιατί δεν πίστευε πως οι ταινίες αυτές ανταποκρίνονταν στις απόψεις που είχε για τον κινηματογράφο. Η επιτυχία του Με τη λάμψη στα μάπα σιγούρεψε τη στάση του. Κατόπιν οι δουλειές του θαλασσινού δεν του άφηναν περιθώρια ν' ασχοληθεί μαζί μου.
Τότε βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Έτσι πέρασα στη σκηνοθεσία. Πάλεψα όσο μπόρεσα, το αποτέλεσμα το ξέρεις: 4.000.000 δραχμές χρέος, αυτή ήταν η αμοιβή μου. Σ' αυτή την τραγική κατάσταση, ο Φίνος ήταν μια λύση. Του εκχώρησα όλες μου τις ταινίες. Ομως υπάρχει και ο Κατσουρίδης. Μετά τον ΔραΖιβέγγο πείστηκα ότι είναι ο καινούργιος μου άνθρωπος. Αφέθηκα σ' αυτόν και αισθάνομαι μια σιγουριά. Φτιάχνουμε συμπαραγωγές και, παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας, του μένω πιστός και θα του μένω για όσες ταινίες θελήσει».
Κι ο Θανάσης;
«Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξε την καλά και διάβασε. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα. Κάποιο βράδυ με πλησιάζει έξω από σινεμά ένας γέρος. "Καλέ μου άνθρωπε", μου λέει, "είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ' ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω απ' το σινεμά έχω ξαλαφρωθεί για τρεις μέρες".
Αυτό το... καλέ μου άνθρωπε έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση. Έτσι, αγαπητέ, φτάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στον χώρο που κινούνται. Μόνο που τελευταία μου κάνουν νερά. Ενώ οι ταινίες μου δουλεύουν στα κεντρικά σινεμά και στην τελευταία προβολή, αντίθετα χάνουν στη συνοικία.
Ενώ κερδίζω τους διανοούμενους που αρχίζουν να ασχολούνται μαζί μου -κι είναι αυτό κάτι σαν τιμή για μένα που προκάλεσα την προσοχή των ειδικευμένων κριτικών- αντίθετα η περιμετρική ζώνη αντιδράει στο καινούργιο μου πρόσωπο. Όμως θα συνεχίσω, γιατί πιστεύω σ' αυτό που κάνω. Και με το ίδιο πνεύμα θα προσπαθήσω να τους τραβήξω πάλι με το μέρος μου».
Μίλα μου για τους υπόλοιπους συνεργάτες..
«Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος. Είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω, ας πούμε, γύρω από τη δουλειά μου κι αυτό φανερώνει πως δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τους ανθρώπους αν δεν μου εμπνέουν εμπιστοσύνη.
Κατά τα άλλα, προσπαθώ να τελειώνω ης δουλειές μου πριν με πάρουν είδηση. Σου δίνουν το σενάριο και μόλις ακούσουν πως θα το κοιτάξει κάποιος ειδικός, να το διασκευάσει για το σινεμά, φρυάζουν, ωρύονται, σου λένε "αυτός ο άσχετος θα πιάσει το σενάριο μου"; Καταλαβαίνεις, με τέτοια νοοτροπία δεν μπορείς να κάνεις εύκολα ό,τι θέλεις. Οι ιδέες όμως πάντα είναι δικές μου, μέσα απ' τον ελληνικό χώρο. Κανένας μέχρι τώρα δεν μ' έχει πει κύριε Βέγγο. Για όλους είμαι ο Θανάσης».
Βλέποντας όμως μια ταινία σου, ξεχωρίζεις αμέσως τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στον Θανάση και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας. Ενώ ο Θανάσης καταφέρνει να είναι κινηματογραφικός, η υπόσταση των υπολοίπων δημιουργείται και παραμένει στο επίπεδο της πρόζας…
«Τα σενάρια δεν με εξυπηρετούν εντελών Η μηχανή στο χέρι και στον δρόμο: όλα λύνονται εκεί. Στο σενάριο είναι δοσμένη η αφορμή. Το πώς θα γυριστεί και το τι θα ειπωθεί πρέπει να βγαίνει επιτόπου, εκεί στο γύρισμα. Στην αρχή του Ζιβέγγον, ο Κατσουρίδης με κυνηγούσε με τη μηχανή στο χέρι μέχρι που έπεσα στη θάλασσα. Μόνο που δεν μπορεί να γίνεται πάντα έτσι.
Συμπιέζουμε τον χρόνο. Κάποτε βρέθηκα σε απελπιστική θέση. Πηγαίνω στον Λαζαρίδη. "θέλω ένα σενάριο", ίου λέω, "πάνω κάτω έτσι". Το γύρισμα έπρεπε να τελειώσει σε είκοσι μέρες. Καταλαβαίνει ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορείς να δουλέψεις παραπάνω από μια δυο σκηνές, γιατί δεν σε παίρνει ο χρόνος. Ολα τα άλλα πρόσωπα στέκουν. Αν δεν μιλήσουν, δεν υπάρχουν».
Και βέβαια πες μου τώρα, ο χαρακτήρας «Θανάσης» τι προσφέρει σε μια κοινωνία σαν τη δική μας;
«Τι να σου πω... Δεν ξέρω».
Η δεύτερη συνέντευξή του που έχει διασωθεί είναι αυτή που παραχώρησε στην καθημερινή. Εκεί ανοίχτηκε και μίλησε για την προσωπική του ζωή, με τη σύζυγό του Ασημίνα να παρευρίσκεται, κάνοντας μάλιστα και παρεμβάσεις.
Πώς ήταν η καθημερινότητα στη Μακρόνησο;
«Έπρεπε να σας δείξω μια φωτογραφία κάτω από την οποία ο Κούνδουρος έγραψε: "Το παρόν ονομάζεται φαντάρος"».
Τι έπρεπε να διαθέτετε για να βγάλετε πέρα τη ζωή σας εκεί;
«Αντοχή και ψυχραιμία. Ήταν πέντε τάγματα. Ημουν στο δεύτερο. Πέρασαν πολλοί επώνυμοι άνθρωποι. Κάθε μέρα 11 με 12 πηγαίναμε στο βουνό της Μακρονήσου και μαζεύαμε αφάνες για τη φωτιά. Έπρεπε να μαζεύουμε τέσσερις με πέντε».
Η πιο χαρακτηριστική φράση της καριέρας σας είναι η προσφώνηση «Καλέ μου
άνθρωπε...». Την πιστεύετε;
«Για όνομα του θεού! Καθόλου... Τότε, θα μου πείτε, γιατί το έλεγα...»
Τι ρόλο έπαιξαν οι γυναίκες στη ζωή σας;
«Με την Ασημίνα είμαστε 52 χρόνια μαζί. Μιλάμε για λατρεία».
Ναι, αλλά άσκεπε και ένα επάγγελμα που, ας πούμε, δεν βοηθάει τις μακροχρόνιες σχέσεις...
«Έχετε δίκιο. Αλλά για μένα ήταν αυτονόητο ότι θα περάσω με τη Μίνα. Δεν προλάβαινα κιόλας!»
Χαλαρώνατε ποτέ;
«Όχι! Τώρα μόνο, αναγκαστικά...»
Τι σας ενοχλεί σε αυτό;
«Ότι καταφθάνει η ώρα μηδέν...»
Ποιο ήταν καύσιμο για τη δική σας μηχανή; Το δικό σας «κάρβουνο» για να συνεχίσετε;
«Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήθελα να είμαι δουλευταράς! Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες».
Ήταν, άραγε, κάτι που ήθελε να αφήσει πίσω του ή κάτι που επιδίωκε να συναντήσει μπροστά του; Διατυπώνω περισσότερο μια σκέψη παρά ερώτηση.
«Κάτι είχε η φάτσα μου που έφερνε τον άλλον κοντά μου. Ίσως, όταν έπεφτε η ματιά τους επάνω μου, ήξεραν ότι είμαι ένας πολύ εντάξει άνθρωπος. Υπήρξαν και άνθρωποι που επέμεναν να με αποκαλούν "κύριε Βέγγο". Ε, εκεί γινόμουν έξω φρενών! "Μα, Θανάση με λένε! Είναι δυνατόν να με φωνάζετε κύριε Βέγγο;" Ένας λαϊκός άνθρωπος ήμουν». Τι δεν αντέχετε περισσότερο; «Την υποκρισία και την ψυχική μιζέρια. Αυτό, το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους».
Ποιο είναι το μεγάλο δώρο που πήρατε από τη ζωή;
«Πείνασα πολύ κι εγώ και η οικογένεια μου. Πολλά χρόνια. Μην κοιτάτε πού μένω τώρα. Γεννήθηκα στο Νέο Φάληρο, το "27. Για μια 20ετία η φτώχεια ήταν πολύ μεγάλη. Στην αρχή, με τη γυναίκα μου, μέναμε σε ένα δωμάτιο». Έχετε περάσει και καλά στη ζωή σας όμως; «Ναι, ασφαλώς. Απέκτησα δυο γιους, τον Βασίλη και τον Χάρη. Από τον Βασίλη έχω δύο εγγόνια που λατρεύω. Την Αγγελική και τον Θανασάκο».
Τι κρατάτε από τη ζωή σας;
«Ότι με αγάπησαν τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω».
Δείτε φωτογραφίες του Θανάση Βέγγου με την οικογένειά του.