Λένα Κιτσοπούλου: «Έχει μια ιδιαίτερη συγκίνηση το να παίζεις ρεμπέτικη μουσική στο εξωτερικό»
Η ανατρεπτική Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για τις δέκα μέρες που πέρασε στη Νέα Υόρκη τραγουδώντας ρεμπέτικα στην ιστορική σκηνή της «Joe’s Pub» και ανεβάζοντας την «Αντιγόνη» της στο «Public Theater» υπό την αιγίδα του Onassis Culture.
«Η ρεμπέτικη βραδιά ήταν για άλλη μία φορά μια πολύ ωραία στιγμή. Εχει μια ιδιαίτερη συγκίνηση το να παίζεις τέτοια μουσική στο εξωτερικό, πόσο μάλλον εκεί όπου το ελληνικό στοιχείο είναι τόσο έντονο. Τα τραγούδια από μόνα τους ξυπνάνε μνήμες. Η μουσική αυτή από μόνη της έχει μια δύναμη να ενώνει άσχετους ανθρώπους μεταξύ τους -και όχι μόνο τους ομογενείς- γιατί κινητοποιεί το συναίσθημα και αποδεικνύει ότι σε πέντε πολύ βασικά πράγματα όλοι οι άνθρωποι είμαστε το ίδιο. Αγαπάμε, πονάμε, κλαίμε, χωρίζουμε από αγαπημένα μέρη και πρόσωπα και παρ' όλα αυτά προσπαθούμε να χαρούμε μια βραδιά της ζωής μας και, ίσως, να ελπίσουμε ότι αυτό που χάσαμε για πάντα θα γυρίσει πίσω».
Λίγες μέρες μετά τη ρεμπέτικη βραδιά η Λένα Κιτοοπούλου εμφανίστηκε στις τέσσερις παραστάσεις της δικής της, διαφορετικής «Αντιγόνης» που ανέβηκε στο «Public Theater», ένα επίσης ιστορικό θέατρο και από τα σημαντικότερα της Νέας Υόρκης, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Democracy is coming» υπό την αιγίδα του Onassis Culture. Η αγωνία της ανταμείφθηκε αφού το κοινό ήταν και πάλι θερμό - όπως λέει η ίδια, «το θερμότερο που έχουμε συναντήσει μέχρι σήμερα. Η παράσταση εκεί εξελίχθηκε ακόμα περισσότερο διότι προσαρμόστηκε στον χώρο και το ταξίδι, μια και ως κείμενο έχει αυτή τη δυνατότητα και τη\ ανάγκη να αλλάζει ανάλογα με το μέρος στο οποίο βρισκόμαστε. Επίσης, ένα βασικό τμήμα της παράστασης μας, το βίντεο, το οποίο είναι η πορεία της δικής μας Αντιγόνης προς τον τάφο, είχαμε την ευκαιρία να το γυρίσουμε στον εκεί χώρο της σκηνής και του φουαγιέ.
Το σενάριο αναγκαστικά άλλαξε, έγινε ουσιαστικά μια καινούρια ταινία, αποκλειστικά για εκεί. Αυτό, για μένα αλλά και για όλους τους συντελεστές, προχώρησε το έργο και το νόημα του ένα βήμα παραπέρα και μας χάρισε μια πολύ δημιουργική διαδικασία-εμπειρία. Ζήσαμε ένα γύρισμα μέχρι τις 5.30 το πρωί σε τρομερή εγρήγορση, γεμάτοι αδρεναλίνη και χαρά, παρ' όλη την κούραση. Κατά τη γνώμη μου, η παράσταση έγινε πολύ καλύτερη εκεί, και αυτό επιβεβαίωσε αυτό που πιστεύω γενικά ότι πρέπει να ισχύει στο θέατρο: να είναι ζωντανό και άμεσο, άρα να μπορεί πάντα να εξελίσσεται, να αλλάζει, να ανοίγει χώρους, να είναι απρόσμενο ακόμα και για μας τους ίδιους, να ξαναγράφεται, να είναι ένα κανονικό live και όχι ένα κλειστό σύστημα το οποίο παλεύει ψυχαναγκαστικά να επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Τέτοιοι χώροι και τέτοιες ιδανικές συνθήκες δουλειάς, όπως αυτές που είχαμε εκεί, ευτυχώς μας δίνουν αυτή τη δυνατότητα, μας εμπνέουν να δοκιμάζουμε, να παίζουμε και, κυρίως, να ασχολούμαστε μόνο με τη δουλειά μας, δηλαδή με τη δημιουργία και όχι με χιλιάδες άλλα πράγματα που πολλές φορές στην Ελλάδα αναγκαζόμαστε να επωμιστούμε επειδή ποτέ δεν υπάρχει ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, ή επειδή δεν υπάρχει σύστημα καλοσυνάτο».
Κι αυτό τελικά είναι που κρατάει από όλο αυτό το γεμάτο δεκαήμερο στη Νέα Υόρκη, μια πόλη της την οποία έδειξε να αναπτύσσει ένα ιδανικό αλισβερίσι, ένα μαγικό πάρε-δώσε: «Αυτό είναι όλο το τραγούδι για μένα. Ζήσαμε δέκα πολύ συμπυκνωμένες μέρες εκεί, σαν να ζήσαμε δύο μήνες. Πρόβες, χαρά, βόλτες, τζετ λαγκ, πολύ περπάτημα, μουσεία., ωραίες εκθέσεις, είχαμε την τύχη να δούμε την τρομερή, σούπερ, παράσταση "Relic" του Ευριπίδη Λασκαρίδη, γνωριστήκαμε με τον Ψαρογιώργη -Γιώργο Ξυλούρη-, που-κι αυτός έπαιζε δυο βραδιές εκεί, είδαμε την πανσέληνο ανάμεσα στους ουρανοξύστες, αγαπηθήκαμε πάλι-μεταξύ μας. Πολλά και ωραία ζήσαμε, αλλά και πολλούς περιορισμούς, που πια σ' αυτή τη χώρα, κατά τη γνώμη μου, είναι αδιανόητοι, αφόρητοι και αβίωτοι.
Συνεχείς απαγορεύσεις για τα πάντα, για το πού θα καπνίσεις, πού θα πιεις, πόσα μέτρα δεξιά ή αριστερά θα σταθείς. Υστερία κανονική και θλίψη. Ο καιρός άστατος. Από τη ζέστη στο κρύο, από τη βροχή στον ήλιο. Ολα τα καιρικά φαινόμενα μέσα σε δέκα μέρες. Μακάρι να συνεχίσουμε να ταξιδεύουμε ης παραστάσεις μας και να γνωρίζουμε αληθινούς συγγενείς που δεν μιλάνε απαραίτητα ελληνικά και μακάρι να παραμείνουμε άστατοι και ανήσυχοι σαν τον καιρό της Νέας Υόρκης», λέει στο Gala.