Χρόνης Αηδονίδης: Η καταπληκτική ζωή του δασκάλου της παράδοσης (photos)
Μια ζωή ενδιαφέρουσα και γεμάτη. Ένα συναρπαστικό ταξίδι που εξιστορεί ο σπουδαίος Χρόνης Αηδονίδης.
Ο Χρόνης Αηδονίδης και η Δόμνα Σαμίου θεωρούνται οι στυλοβάτες της παραδοσιακής μουσικής για έναν απλό λόγο: το τραγούδι δεν ήταν το κύριο επάγγελμα τους και όσα έκαναν για να διασωθεί τα έκαναν από μεράκι, όχι για τα χρήματα. Από περιοχή σε περιοχή συγκέντρωναν τα «χαμένα» διαμάντια της δημοτικής μας παράδοσης, καταγράφοντας τα σε δίσκους και περνώντας τα από γενιά σε γενιά.
Στο σπίτι του Χρόνη Αηδονίδη στα Βριλήσσια η επί 60 χρόνια σύζυγος του Φωτεινή μας υποδέχεται στην πόρτα με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Όταν χτίσαμε το σπίτι μας εδώ, ήταν το πρώτο στην περιοχή. Ήταν εξοχή. Τώρα δυσκολεύεσαι να το βρεις...» λέει χαριτολογώντας. Δίπλα της ο πολυαγαπημένος της σύζυγος και αγαπημένος ερμηνευτής, που έμελλε να δοξαστεί παγκοσμίως με τα χρώματα της ελληνικής σημαίας, μας κοιτάζει με το καλοσυνάτο βλέμμα του.
Τον ρωτάμε αν είναι καλά. «Γηρατειά, αλλά δόξα τω Θεώ. Έχουμε τα λογικά μας και κινούμαστε μέσα στο σπίτι» απαντά.
Έχοντας... πατήσει πια τα 91 χρόνια, εκ των οποίων τα 70 τραγουδάει, θυμάται με συγκίνηση τα παιδικά του χρόνια, τους κυριότερους σταθμούς της ζωής και της καριέρας του, και με ταπεινότητα ευχαριστεί τον ελληνικό λαό που τον έχει τιμήσει και τον σέβεται όπου κι αν βρεθεί.
Ο Χρόνης Αηδονίδης, σε μια σπάνια εξομολόγηση του στην «Espresso», αναφέρεται σε μοναδικά, γεγονότα της ζωής του.
Γεννηθήκατε το 1928. Παιδί του πολέμου. Τι θυμάστε από εκείνα τα πέτρινα χρόνια;
Πολύ δύσκολα χρόνια, με πολλές στερήσεις. Δεν είχαμε ούτε ψωμί να φάμε. Στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα από τα διαλείμματα στο δημοτικό σχολείο, όπου κάποια παιδιά που είχαν καλύτερη οικονομική κατάσταση έτρωγαν μια φετούλα ψωμί με ζάχαρη. Κι εμείς, τα πιο φτωχά παιδιά, πηγαίναμε και παρακαλούσαμε: «Δώσε μου μια μπουκιά να φάω κι εγώ, σε παρατ καλώ». Τόση πείνα.
Κατάγεστε από το Διδυμότειχο, αν δεν κάνω λάθος,κύριε Αηδονίδη...
Σωστά. Εκεί πάνω οι περιοχές αυτές τότε δεν παρήγαν τίποτα. Από τη Λάρισα και κάτω ήταν ο... παράδεισος. Ο μπαμπάς μου ήταν ιερέας και ήξερε από βυζαντινή μουσική. Η μητέρα μου, η πρεσβυτέρα, ήταν καλλίφωνη. Και οι δύο άγιοι άνθρωποι. Οταν έγινα έξι ετών, μ' έπαιρναν μαζί τους στην εκκλησία, στα ευχέλαια, στις λειτουργίες.
Και κάπως έτσι άρχισα να προσαρμόζομαι στη βυζαντινή μουσική. Όμως, επειδή η μάνα μου ήταν κέρβερος, δεν μας άφηνε ούτε στιγμή χωρίς να εργαζόμαστε. Πέντε παιδιά στην οικογένεια έπρεπε να δουλέψουμε για να φάμε. Παντού, σε όλες τις δουλειές. Ήταν όμως πολύ πρωτόγονη η ζωή. Κοιμόμασταν σε ψάθες που στρώναμε πάνω από το χώμα. Τα δωμάτια ήταν από πλίνθους. Αλλά τελικά ο άνθρωπος αντέχει πολλές κακουχίες. Αυτό είναι το συμπέρασμα μου.
Με το τραγούδι πότε ασχοληθήκατε ενεργά;
Εγώ θυμάμαι πάντα στ' αυτιά μου ν' αντηχούν τραγούδια. Ξέρεις γιατί; Γιατί ο κόσμος, είτε εργάζεται σκληρά είτε είναι λυπημένος ή χαρούμενος, πάντα κάτι σιγοψιθυρίζει. Κι εγώ τραγουδούσα παντού. Κάθε μου στιγμή.
Υπήρξε κάποιο πρότυπο για εσάς, που σας παρακίνησε να ακολουθήσετετο τραγούδι;
Τον καιρό που άρχισα εγώ ήταν ο Γιώργος Παπασιδέρης, η Ρόζα Εσκενάζυ. Ομως εγώ δεν το είχα σαν επάγγελμα κατά νου. Δεν ήταν του γούστου μου, δεν μου άρεσε. Και δεν το είδα ποτέ έτσι. Ημουν λογιστής στο Σισμανόγλειο και απλά πήγαινα και τραγουδούσα σε επιλεγμένες εκδηλώσεις όταν με καλούσαν. Δεν ήθελα να Α ξενυχτάω στα κέντρα. Ξέρεις πόσο τραγούδησα σε νυχτερινό κέντρο στα 70 χρόνια που είμαι στο τραγούδι; Μόνο τέσσερις μήνες, όταν έφτιαχνα το σπίτι μου και είχα ζοριστεί πολύ οικονομικά.
Στην Αθήνα πότε ήρθατε;
Η οικογένεια μου κατέβηκε στην πρωτεύουσα στις αρχές της δεκαετίας του '50. Εγώ έπρεπε, λοιπόν, απεγνωσμένα να βρω δουλειά για να βοηθήσω τους δικούς μου να σταθούν στα πόδια τους. Είδα μια αγγελία ότι το Σισμανόγλειο ζητούσε υπαλλήλους. Ομως το Σισμανόγλειο ήταν σανατόριο εκείνη την εποχή και, μόλις το άκουσε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν ιερέας εκεί, τρελάθηκε. Προσπαθούσε να με αποτρέψει με κάθε τρόπο. Δεν υπήρχε όμως καμιά άλλη δουλειά κι έτσι άρχισα να δουλεύω εκεί μέσα. Παράλληλα όμως με αναζήτησαν εκείνη την περίοδο και οι λαογράφοι, χωρίς να τους γνωρίζω καν εγώ. Ενας λαογράφος, ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, είναι για μένα ο πιο σημαντικός άνθρωπος και εκείνος που με εδραίωσε. Εκανε εκπομπή στην ΕΡΤ τότε.
Πότε παντρευτήκατε με τη σύζυγο σας;
Το 1960 παντρευτήκαμε με τη Φωτεινή. Δούλευε κι εκείνη στο Σισμανόγλειο κι έτσι γνωριστήκαμε. Δεν αποκτήσαμε παιδιά, αλλά έχουμε πολλά ανίψια. Δόξα τω Θεώ. Και θα σου πω και μια κινέζικη παροιμία: Οσοι έχουν παιδιά να τα χαίρονται. Οσοι δεν έχουν να χαίρονται, (γέλια)
Αν σας έβαζα σε μια ζυγαριά την τεράστια καριέρα σας από τη μια και από την άλλη την οικογένεια σας, προς τα πού θα... έγερνε;
Πρώτα το τραγούδι και μετά η οικογένεια. Το έχω ακούσει αυτό και από τον Γιώργο Νταλάρα. Η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο να κάνεις μια ολοκληρωμένη οικογένεια με παιδιά και παράλληλα να έχεις και καριέρα. Κάτι θα παραμελήσεις.
Ωστόσο το τραγούδι ποτέ δεν το είδατε ως βιοποριστικό επάγγελμα. Ετσι δεν είναι;
Ποτέ. Εγώ δούλευα στο Σισμανόγλειο, από το 1950 έως το 1988, οπότε και πήρα σύνταξη. Αν το τραγούδι το έβλεπα ως βιοποριστική εργασία, θα ήμουν επαγγελματίας. Εγώ είμαι ερασιτέχνης τραγουδιστής. Δηλαδή εραστής της τέχνης του τραγουδιού, κάτι που έχει παρεξηγηθεί στην Ελλάδα. Εγώ τραγουδούσα πάντα ερασιτεχνικά και προσπαθούσα να διασώσω τα θρακιώτικα τραγούδια. Αυτό ήθελα. Από την άλλη, δεν ήθελα ποτέ να είμαι στην πίστα και ο άλλος να μου πετάει χρήματα, λες και ήμουν επαίτης. Δεν μου άρεσε. Τον καλλιτέχνη που δίνει την ψυχή του πάνω στη σκηνή, στην πίστα, πρέπει να τον σέβεσαι και να τον τιμάς. Οχι να του πετάς χρήματα σαν να του λες «σε πληρώνω και θα τραγουδήσεις ό,τι σου πω».
Το τραγούδι σήμερα πώς το βλέπετε;
Εχουν αλλάξει οι συνθήκες σε όλα και για όλους. Οι μεγάλες φίρμες κλαίνε με μαύρο δάκρυ και προσπαθούν να βρουν νέους τρόπους διεξόδου. Δισκογραφία δεν υπάρχει. Κάποτε ο Γιάννης Πάριος έβγαλε τα «Νησιώτικα» και πούλησε 600.000 δίσκους. Σήμερα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο και ούτε στο μέλλον θα υπάρξει.
Πώς νιώθετε στα 91 σας χρόνια;
Νιώθω απόλυτα ικανοποιημένος από όλους. Δεν έχω παράπονο από κανέναν. Τίμησα το τραγούδι και με τίμησαν όλοι. Τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου.
Ποιον θεωρείτε τον πιο ση μαντικό σταθμό στην καριέρα σας;
Θεωρώ πως είχα πολλούς σταθμούς στην καριέρα μου που αξίζει να τους αναφέρω. Σταθμός ήταν ο Παπαχριστοδούλου. Σταθμός ήταν η συνεργασία μου με πολύ σημαντικούς μουσικούς, όπως με την ορχήστρα της Ρόζας Εσκενάζυ. Σταθμός ήταν για μένα ο Σίμωνας Καράς που κατέγραψε όλη τη βυζαντινή μουσική. Σταθμός υπήρξε η συνεργασία μου με τον Νταλάρα, ο οποίος έκανε γνωστό το όνομα μου στις νεότερες γενιές. Μεγάλος σταθμός ήταν η πρώτη μου περιοδεία εκτός Ελλάδος, στην Αμερική το 1969,όπως και το 2000 που συνεργάστηκα με τον Παντελή Βούλγαρη. Σταθμός μεγάλος ήταν και η εμφάνιση μου στην Ολυμπιάδα το 2004. Και τελευταίος σταθμός ήταν το 2010, όταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μου έδωσε το Οφίκιο του Βυζαντινού Υμνωδού.
Αναπολείτε τις στιγμές που έχετε ζήσει;
Ούτε συζήτηση. Ηταν σπουδαία τα χρόνια που έζησα. Ημουν τυχερός γιατί εκπροσώπησα την πατρίδα μου σε μοναδικές εκδηλώσεις και το όνομα μου ακούστηκε παντού. Είμαι ευτυχής που έφτασα ως εδώ και νιώθω πολύ τυχερός γιατί και καλά πέρασα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και η ζωή μου έφτασε ως εδώ ομαλά, ήρεμα, χωρίς τρικυμίες.