Μ. Χριστοδουλόπουλος: Οι συγκλονιστικές άγνωστες πτυχές της ζωής του, τα προβλήματα και η επιτυχία
Showbiz

Μ. Χριστοδουλόπουλος: Οι συγκλονιστικές άγνωστες πτυχές της ζωής του, τα προβλήματα και η επιτυχία

Η ιστορία ζωής του Μάκη Χριστοδουλόπουλου μέχρι σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια πορείας στο τραγούδι, είναι η απόδειξη ότι όταν αγαπάς κάτι πολύ, καταφέρνεις να το κατακτήσεις. 

«Ένας είναι ο Μάκης» λένε εδώ και δεκαετί­ες σαν ατάκα όσοι ακούνε λαϊκά και εννοούν πάντα τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Ο μοναδικός καλλιτέχνης, που έχει φτιάξει ένα δικό του κεφάλαιο στην ελληνική μουσική και με­τράει 40 και πλέον χρόνια πορείας στις πίστες, πάντα με επιτυχία, λίγο πριν επιστρέψει στην αθηναϊκή νυχτερινή διασκέδαση, μιλάει εφ' όλης της ύλης.

Πού γεννηθήκατε;

Σε ένα χωριό της Αμαλιάδας, τον Σώστη. Αλλά φύγαμε από κει οικογενειακώς πολύ νωρίς, όταν ήμουν μικρός και ο πατέρας μου έφτιαξε σπίτι στο Ζευγολατιό Κορινθίας. Εκεί μεγάλωσα.

Τι έχετε να θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;

Ο πατέρας μου πουλούσε άλογα και γυρίζαμε όλη την Ελλάδα. Επίσης ήταν μουσικός. Έπαιζε κλαρί­νο. Γεννήθηκα μέσα στην παραδοσιακή μουσική. Ο ήχος από το λαούτο, το σαντούρι, το βιολί και το κλαρίνο είναι παιδικές μνήμες.

Σε τι ηλικία καταλάβατε ότι τραγουδάτε καλά;

Το «τραγουδάμε καλά» είναι μεγάλη κουβέντα...

Σε τι ηλικία αρχίσατε να ασχολείστε με τη μου­σική τότε;

Θυμάμαι όταν ήμουν έξι χρονών πήρα το κλαρίνο του πατέρα μου κι έπαιζα. Ψιλοφυσούσα... Όταν πήγα 12 χρονών, έμαθα λαούτο, μόνος μου στο σπίτι. Και μια μέρα μου λέει ο πατέρας μου: «Μά­κη, θα πάμε στο Κρανίδι, σε έναν γάμο. Με τα άλογα τότε, όχι με αυτοκίνητο. Πάρε το λαούτο κι έλα μαζί μου να πάρουμε δύο μεροκάματα, για­τί είμαστε 10 άτομα στο σπίτι». Πήγαμε εκεί, αλ­λά με έπαιρνε ο ύπνος κατά τη διάρκεια της βρα­διάς! Με χτυπούσε και ο σαντουριέρης στο κεφά­λι για τις νότες... Εν πάση περιπτώσει, συνέχισα με τα όργανα κι έμαθα καλά κλαρίνο. Στα 15 μου έπαιζα κανονικά.

Κι ύστερα ήρθε και το τραγούδι;

Στη Μενάνδρου υπήρχε τότε «Το καφενείο των μουσικών». Εκεί πήγαιναν ονόματα όπως ο Γιώργος Κόρος, ο Βασίλης Σαλέας, ο Λευτέρης Ζέρβας, οι Χαλκιάδες, η Ρόζα Εσκενάζυ... Πήγα και εγώ σαν μουσικός. Εκεί κοντά, στην πλατεία Βάθη, υπήρχε ένα μαγαζάκι που το έλεγαν Σούλι και ήταν ηπειρώτικο. Με πήραν, λοιπόν, για κλαρίνο και για τραγούδι τη Μαρία Σαλτού και τη Βιτάλη. Τότε η Ελενίτσα ήταν όπως είναι τα καναρίνια! Έπαιζα εγώ κλαρίνο και τραγουδούσε η Βιτάλη. Έναν μήνα πριν τελειώσουμε, μπαίνουν ένα βράδυ μέσα 10 άτομα παρέα, με καμπαρντίνες, καπέλα, γραβάτες, κοστούμια... Μοσχοβόλησε το μαγαζί όλο! Αριστοκράτες! Τραγουδούσε η Σαλτού, είχε πια ξημερώσει, η Βιτάλη είχε κατέβει και μου λέει η Μαρία: «Ρε Μάκη, πες ένα τραγούδι να ξεκουραστώ λίγο».

Εγώ έπαιζα κλαρίνο, αλλά έλεγα και κανένα τραγούδι. Κάποια στιγμή λέω ένα τραγούδι και έρχεται στο πάλκο μια χούφτα μονοδόλαρα. Λένε στη Μαρία τη Σαλτού: «Αυτά είναι από την παρέα τη μεγάλη και θέλουν να πει άλλο ένα τραγούδι ο κλαριντζής». Λέω ακόμα ένα, δεν προλαβαίνω να τελειώσω, άλλο μάτσο δολάρια. Έγινε σε πέντε έξι τραγούδια αυτό. Πήγε η ώρα 8 το πρωί. Τελειώσαμε και κατέβηκα να πάω να πάρω το λεωφορείο για τα Λιόσια, για το σπίτι. Μου λέει τότε ο σερβιτόρος: «Μάκη, σε θέλει κάποιος από την παρέα τη μεγάλη». Πάω στο τραπέζι, με ρω­τάει ο ένας: «Πώς σε λένε;». «Μάκη» του απα­ντώ. Ήμουν 17 χρονών. Λέω: «Εσείς ποιος εί­στε;». Μου λέει: «Εγώ είμαι ο Βασίλης ο Σαλέας, που είμαι 15 χρόνια στην Αμερική». Μιλήσαμε και μου πρότεινε να πάω μαζί του για τραγουδιστής.

Κι εσείς;

Εγώ του είπα ότι αποκλείεται και να μην το συζη­τάει καν, γιατί είμαι κλαριντζής και δεν αφήνω το κλαρίνο για το τραγούδι. Επέμεινε, όμως, να πάω σε ένα πανηγύρι σαν χάρη.

Μου είπε, μάλιστα, να πάρω και το κλαρίνο μου, να πω μερικά τραγούδια και να παίξω κιό­λας. Πήγαμε και τραγούδησα! Έτσι συνεργάστη­κα με τον Βασίλη Σαλέα. Ύστερα από δύο χρόνια που ήμασταν μαζί και είχαμε γυρίσει όλη τη Στερεά Ελλάδα, αρρώστησε και πέθανε τελικά από καρκίνο στα 46 του, μέσα σε έξι μήνες.

Και συνεχίσατε μόνος σας;

Όχι. Με ήθελαν πολλοί για τραγουδιστή, αλλά εγώ δεν ήθελα να ξανατραγουδήσω. Είπα: «Πέ­θανε ο Βασίλης, θα παίζω κλαρίνο, δεν θέλω τρα­γούδι». Έπαιρνα το κλαρίνο και πήγαινα στο κα­φενείο, αλλά δεν με έπαιρνε κανένας για δουλειά. Μου έλεγαν: «Ρε Μάκη, για όνομα του θε­ού! Είσαι τέτοιος τραγουδιστής και το αρνείσαι;». Εγώ ανένδοτος: «Δεν τραγουδάω». Σε κάποια φάση στένεψαν τα οικονομικά πολύ. Μου λέει η γυναίκα μου: «Μάκη, τι θα γίνει; Τα παιδιά τι θα φάνε;». Εν τω μεταξύ, πληρώναμε 200 δραχμές ενοίκιο... Έτσι δέχτηκα τελικά.

Και πού δουλέψατε τότε;

Με πήρε ο Βασίλης ο Σούκας στο μαγαζί του κο­ντά στο θέατρο Περοκέ και τραγουδούσα. Ήταν ο πιο κύριος του κόσμου! Μου λέει: «Έχω ένα τραγούδι να σου δώσω». Ήταν το «Να ζήσουν οι κομμώτριες, τα όμορφα κορίτσια». Έγινε χαμός! Ήταν το πρώτο μου τραγούδι. Μετά πήγα στην Ελαφίνα κι έγραψα το «Πα­ντρεμένοι κι οι δυο» και το «Βρε μελαχρινάκι». Από κει και μετά ξεκίνησε η δουλειά... Δούλευα πολύ καλά. Πήγα στη δισκογραφική εταιρία Lyra. Μου έδωσε ο Γιάννης Πάριος το «Απορώ» και ο Ανδρέας Σπυρόπουλος το «Αμπάρες». Ε, τη συ­νέχεια την ξέρετε...

Ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι;

Το «Βοσπορίπσσα». Αυτή τη μουσική την είχα σε κασέτα 30 χρόνια. Είναι κουρδική. Μου έδιναν στίχους, αλλά δεν μου ταίριαζε κανένας. Το πή­γαμε στον Φίλιππο Γράψα, που τότε έγραφε μόνο για τον Μητροπάνο. Κι όταν το άκουσε, είπε: «Αυτό είναι "Η Βοσπορίτισσα"». Και το ηχογράφησα στο στούντιο του Νικολόπουλου. Έφερα και πέντε ψάλτες από τη Θεσσαλονίκη και μου έκαναν τα φωνητικά. Και από τότε, όπου πάω να τραγουδήσω, είτε είναι 500 άτομα είτε 5.000, όταν λέω αυτό το τραγού­δι, δεν μιλάει κανείς. Κάθονται και το ακούν (σ.σ.: σταματάει και αρχίζει να το τραγουδάει).

Αν σας ζητούσα να περιγράψετε τον εαυτό σας, τι θα μου λέγατε;

Είμαι τελειομανής. Ακόμα προσπαθώ να πω ένα τραγούδι καλά. Εμένα, τον Πάριο και τον Χατζή δεν μπορεί κανένας να μας μιμηθεί. Επίσης, εγώ δεν «πούλησσ» τον κόσμο μου. Το «Παντρεμένοι κι οι δυο» το αγάπησε και το χόρεψε η φτωχολογιά. Μου πρότειναν να πάω να τραγουδήσω με ένα πιάνο και δύο βιολιά το «Απορώ» και άλλα τέ­τοια τραγούδια για 80 με 100 άτομα.

Ο Γιάννης Σπονός, συγκεκριμένα, μου το ζήτησε, που μου είχε δώσει και το «Απόψε βρέχει μοναξιά». Του είπα «Δεν μπορώ, Γιάννη μου. Εγώ χωρίς κλαρίνο και βιολί θα πεθάνω». Δεν πρόδω­σα τον κόσμο που μου έδωσε όλα αυτά που μου έδωσε. Είμαι απλά ένας άνθρωπος που τραγου­δάει, τίποτε άλλο.

Πηγή: Espresso

©2010-2024 Gossip-tv.gr - All rights reserved