Άγνωστες ιστορίες πίσω από διαχρονικά τραγούδια που αγαπάμε όλοι (photos & videos )
Ιστορίες πίσω από διαχρονικά τραγούδια τα οποία έχουν σιγοτραγουδήσει πολλές γενεές και θα τα τραγουδήσουν πολλές γενεές ανθρώπων ακόμη
Μπορεί οι δημιουργοί τους να έχουν φύγει από τη ζωή τα τραγούδια που έγραψαν ή ερμήνευσαν με τρόπο μοναδικό έχουν αποκτήσει «σώμα» και μια δική τους οντότητα μέσα στο χρόνο. Τραγουδιούνται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Πίσω όμως από κάθε τραγούδι υπάρχει και μια ιστορία που αποδεικνύει ότι πολλές φορές τόσο οι στίχοι όσο και οι νότες έχουν «φλέβες» και η αλήθεια τους είναι αυτή που κυλά σαν αίμα και αγγίζει τους άλλους, μεταμορφώνοντας το τραγούδι σε συναίσθημα και από εκεί σε διαχρονική επιτυχία
«Δεν λες κουβέντα, κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα»
Βρισκόμαστε στο 1981 και η «αρχόντισσα του ρεμπέτικου», όπως την αποκαλούσαν, η Σωτηρία Μπέλλου, συναντά για πρώτη φορά τον Δήμο Μούτση, ο οποίος της ζητά να συμμετάσχει στον πρώτο του προσωπικό δίσκο «Φράγμα» σε στίχους Κώστα Τριπολίτη.
Η Μπέλλου θα έλεγε τρία τραγούδια στο άλμπουμ, ένα εκ των οποίων ήταν το «Δεν λες κουβέντα», το οποίο ο Μούτσης προσπάθησα να το κάνει σε ζεϊμπέκικο ρυθμό, καθώς η Μπέλλου του είχε ξεκαθαρίσει ότι λειτουργεί καλύτερα όταν τραγουδά πάνω σε ήχο μπουζουκιού και όχι σε έγχορδα ορχήστρας.
Λίγο πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος, η Μπέλλου πηγαίνει ένα πρωί στο σπίτι του Μούτση φωνάζοντας: «Τι τραγούδι είναι αυτό που μου έδωσες; Όλο "όχι" λέει. Δεν αυτό, δεν εκείνο, δεν το άλλο. Τίποτα αισιόδοξο».
«Ζήτησα από τον Πατσιφά (σ.σ. το διευθυντή της εταιρείας LYRA) να μην κυκλοφορήσει το τραγούδι και θα κάνω ασφαλιστικά μέτρα», του είπε φεύγοντας και βροντώντας την πόρτα πίσω της.
Λίγες μέρες αργότερα, η ίδια ξαναχτυπά το κουδούνι του σπιτιού του Δήμου Μούτση κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια για να τον ευχαριστήσει. «Τελικά, είμαι τυχερή», του είπε, καθώς το τραγούδι με το που κυκλοφόρησε ο δίσκο έγινε αμέσως επιτυχία, ενώ ο συνθέτης έγινε μετέπειτα ένας από τους καλύτερους φίλους της.
«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»
Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα είναι όπως αναφέρει το Λοιπόν, ένα από τα πιο γνωστά ρεμπέτικα και ένα τραγούδι που ερμήνευσαν πολλοί καλλιτέχνες, από τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη Μαρινέλλα μέχρι τη Γιώτα Λύδια και τον Γιώργο Νταλάρα.
Όπως είχε διηγηθεί τότε στον ερευνητή του ρεμπέτικου τραγουδιού Παναγιώτη Κουνάδη ο ίδιος ο συνθέτης: «Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά το Δεκέμβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάνανε και τους κλείνανε στο Γεντί Κουλέ.
Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός, πέθανε, Θεός σχωρέστον – Μίγκος. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο - το Γεντί Κουλέ. Και μ έπαιρνε τακτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του.
Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Λοιπόν, μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο, κι εκεί που φεύγαμε βλέπω τη... σιλουέτα του Επταπυργίου. "Κοίτα τώρα", λέω, "εκεί μέσα, πίσω απ' τα τείχη αυτά, είναι οι φυλακές. Κι εκεί μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή".
Κι έτσι έγραψα το 1945 το τραγούδι».
Οι αρχικοί στίχοι ήταν: «Νύχτωσε και στο Γεντί ,το σκοτάδι είναι βαθύ, κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί. Άραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελί. Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί, τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή».
Οι στίχοι «κόπηκαν» από τη λογοκρισία της εποχής, με αποτέλεσμα ο Καλδάρας να τους αλλάξει και να γίνουν: «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ, κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί. Άραγε τι περιμένει, όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει με κερί». Μετά την αλλαγή των στίχων το τραγούδι ηχογραφήθηκε με τη Στέλλα Χασκίλ και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Εξαιτίας της λογοκρισίας έχαοε τον αρχικό του χαρακτήρα και ερμηνεύτηκε ως ερωτικό τραγούδι που περιγράφει τον καημό κάποιου ερωτευμένου
«Λόλα» και Βίκυ Μοσχολιού
Το 1964 ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος γύριζε την ταινία «Λόλα» και χρειαζόταν μία τραγουδίστρια για να ερμηνεύσει το τραγούδι «Χάθηκε το φεγγάρι». Η Βίκυ Μοσχολιού τότε ήταν μια άσημη τραγουδίστρια και δούλευε σε ένα μαγαζί της Λεωφόρου Συγγρού, στην «Τριάνα», και επιλέχθηκε να ερμηνεύσει το τραγούδι και να παίξει και σε σκηνή της ταινίας. Πέντε το πρωί ο σκηνοθέτης ανεβάζει τη Μοσχολιού πάνω σε ή κόντρα πλακέ, που από μπροστά ήταν ένα ανοιχτό παράθυρο, από πίσω είχε μια σκάλα για να ανέβει και ανοιχτά τόσο από το πλάι όσο και από πάνω.
«Κυρ Ντίνο, δεν έχει ταβάνι το σπίτι;» ρώτησε η Μοσχολιού, κοιτάζοντας έκπληκτη. «Όχι», απάντησε ο Δημόπουλος, που πρώτη φορά άκουσε να τον αποκαλούν «κυρ Ντίνο». «Εσύ θα κάθεσαι εδώ και θα κοιτάς απέναντι». «Και τι θα κάνω;», «θα κουνάς τα χείλη σου, ακούγοντας τη φωνή σου από το μαγνητόφωνο» «Και δεν θα τραγουδάω;» «θα κάνεις πως τραγουδάς.» «Κατάλαβα...» Πρώτη πρόβα με λάθη. Δεύτερη πρόβα επίσης. Στην τρίτη πρόβα άρχισε να χιονίζει. Η Μοσχολιού ανεβασμένη εκεί, 6.30 το πρωί, άρχισε να τουρτουρίζει. «Κυρ Ντίνο, κρυώνω, θ' αργήσουμε;» το γύρισμα διακόπηκε για την άλλη μέρα. Δεύτερη μέρα, τέταρτη προσπάθεια στις πέντε το πρωί, αλλά η πρωινή βροχή είχε διαφορετική γνώμη. Τελικά, το πλάνο ολοκληρώθηκε την τρίτη μέρα όποιου μήνα του '64. Τρία ξενύχτια για ένα πλάνο και κάπως έτσι έμαθαν όλοι τη Βίκυ Μοσχολιού
Μια βραδιά στο λούκι
Οι αδερφοί Κατσιμίχα έγραψαν τη δική τους ιστορία στο, ελληνικό τραγούδι. Όταν κυκλοφόρησαν όμως το «Μια βραδιά στο λούκι», κανείς δεν γνώριζε ποια ήταν εκείνη η κοπέλα που τους έδωσε την έμπνευση για να γράψουν: «Προχθές εκεί που τα 'πινα, με κάποιον κολλητό μου, γυρνώ και βλέπω πίσω μου, δυο μάτια, δυο ματάκια...»
Χρόνια αργότερα γράφει ο Άγγελος Σφακιανάκη στο Music corner ένα κείμενο με αφορμή το θάνατο της κοπέλας αυτής.
«Την Κυριακή πριν από το Πάσχα του '78 ο Αντώνης Βεζυρτζής, ο Εμμανουήλ Κουτσουρέλης κι εγώ αποφασίσαμε να περάσουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση τελείως μόνοι στο άδειο πατρικό του Αντώνη στη Ζάκυνθο. Όμως$, ήταν άλλες οι βουλές του Σύμπαντος. Η πληροφορία διέρρευσε και τα σχέδια ανατράπηκαν. Από τη Μεγάλη Τετάρτη άρχισαν να έρχονται πρώην, νυν και επόμενες και μαζί με τους παλιούς φίλους του Αντώνη που πέρναγαν για ένα "γεια", το πατρικό γρήγορα έγινε youth hostel. Τη Μεγάλη Παρασκευή πέρασε απ΄ το σπίτι μια ξεχωριστή ύπαρξη. Αδύνατη, τρυφερή, πρόσχαρη, με μακριά δάχτυλα και κομμένα τα μαλλιά της αλά γκαρσόν.
Η "Ρενέ". Η χάρη της και μια γλυκιά καλοσύνη τυλιγμένη με την αστική της ευγένεια απλώθηκε σε όλη την παρέα. Κάναμε συντροφιά και η Ρενέ ήρθε την επομένη μόνη. Το βράδυ με τον Αντώνη, γοητευμένοι και οι δύο από τη νέα γνωριμία, πίναμε και συζητούσαμε ως μύστες του ωραίου προσπαθώντας να προσδιορίσουμε τη γοητεία της.
Είναι θελκτική, αλλά χωρίς σεξισμό. Είναι κορίτσι με την αθωότητα αγοριού. Είναι άφυλα ερωτική. Είναι νεράιδα αλλά και του κόσμου τούτου συμπλήρωσα εγώ. Η Ρενέ είχε βαφτιστεί πλέον από τον Βεζυρτζή ως "ήτο δεν ήτο". Έτσι, δεν έμαθα ποτέ το επίθετο της. Ένα βράδυ πήγα τη Ρενέ στο "Λούκυ", ένα μπαρ στη Χάρητος. Ήταν και ο Χάρης Κατσιμίχας με τον Ζιώγαλα εκεί. Με τον καιρό με τη Ρενέ χαθήκαμε. Μετά από χρόνια ο Χάρης μου εκμυστηρεύτηκε πως το κορίτσι που περιγράφει στο τραγούδι ήταν η Ρενέ. Είμαι βέβαιος πως γράφτηκαν κι άλλα τραγούδια για εκείνη, απλώς δεν τα έμαθα ποτέ. Καλό ταξίδι Ρενέ...».