Η Βικτόρια Χίσλποπ μίλησε για το social distancing που επικρατεί στην Αγγλία
Η Βικτόρια Χίσλποπ παραχώρησε συνέντευξη και μίλησσε για πολλά, ενώ μάλιστα αναφέρθηκε και στο νέο της μυθιστόρημα.
Πώς τα βγάζουν πέρα οι Βρετανοί με το social distancing; Είχα διαβάσει κάπου στον βρετανικό Τύπο ότι τους πήρε χρόνια να ανοιχτούν και τώρα αναγκάζονται εκ νέου να κλειστούν βιαίως στον εαυτό τους.
Οχι, νομίζω ότι πρόκειται για υπερβολή. Η ιδέα ότι οι Βρετανοί είναι ψυχροί και επιφυλακτικοί είναι πλέον ένα εντελώς παρωχημένο στερεότυπο· ίσως να ισχύει για τους ηλικιωμένους, αλλά καθόλου για τους νέους. Σε γενικές γραμμές πράξαμε απλά αυτό που μας ζητήθηκε: μείναμε μέσα, δουλεύαμε από το σπίτι. Είμαστε ένας αρκετά νομοταγής λαός.
Τι λέει ο σύζυγος σας (σ.σ.: ο Ιαν Χίσλοπ, δημοσιογράφος και διευθυντής του σατιρικού περιοδικού «Private Eye») για τον νέο «σατανικό» ιό; Μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σάτιρας;
Ο Ιαν συνέχισε να εκδίδει το σατιρικό περιοδικό του στη διάρκεια αυτής της κρίσης και η αλήθεια είναι ότι πουλάει περισσότερο από ποτέ. Ο κόσμος έχει ανάγκη το χιούμορ σε όλες τις περιόδους. Το ίδιο ισχύει και για την εβδομαδιαία τηλεοπτική εκπομπή του -η οποία γυρίζεται μέσα στο γραφείο μας στο σπίτι-, έχει μεγαλύτερη θεαματικότητα από πριν. Βασικά, οποιοδήποτε αστείο γύρω από τον Μπόρις Τζόνσον κάνει τον κόσμο να γελά. Για παράδειγμα, κάποια εβδομάδα το «Private Eye» φιλοξένησε στο εξώφυλλο μια φωτογραφία του με τον υπουργό των Οικονομικών, με τον Μπόρις να λέει: «Χρειάζεται να χάσουμε όλοι μερικά pounds (σ.σ.: pounds η βρετανική λίρα και λίβρα η μονάδα μέτρησης του βάρους). Και τον υπουργό να ρωτά: «Τι λες για ένα τρισεκατομμύριο;».
Λέγεται ότι η πανδημία έχει κάνει τουλάχιστον ένα καλό: έσπρωξε πολλούς στο διάβασμα. Τελικά τα βιβλία παίρνουν την εκδίκηση τους;
Ναι, πολύς κόσμος είχε πιο πολύ χρόνο να διαβάσει. Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι κάτι καλό.
Το καινούριο σας μυθιστόρημα Οσοι αγαπιούνται (εκδόσεις Ψυχογιός) ήταν μία ακόμη αποκάλυψη. Εξεπλάνην με τη γενναιότητα σας να προσεγγίσετε κεφάλαια-ταμπσύ της Ελληνικής Ιστορίας όπως η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Το ότι δεν είστε Ελληνίδα σας βοήθησε να είστε πιο ανοιχτή και τολμηρή απέναντι στην Ιστορία μας;
Χωρίς αμφιβολία, όντας ξένη είμαι λιγότερο δέσμια από ταμπού και στίγματα και ως εκ τούτου περισσότερο ικανή να διατηρήσω κάποιας μορφής αντικειμενικότητα. Δεν μου είχε τοποθετηθεί κανένας ορός προπαγάνδας από μέλη της οικογένειας μου, επομένως δεν είχα καμία ατζέντα.
«Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την Ιστορία. Ομως μπορούμε να προχωρήσουμε παρακάτω» λέει, αν δεν απατώμαι, η Θέμις, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου. Είναι πιο ασφαλές για έναν συγγραφέα να βουτάει στο παρελθόν μιας χώρας που δεν είναι η δική του;
Δεν γνωρίζω κατά πόσο είναι «ασφαλές», δεδομένου ότι ενέχει τα δικά του ρίσκα. Ωστόσο, αυτό που επεδίωξα πάνω απ' όλα ήταν να εξερευνήσω την ιδέα του πώς μπορεί ένας άνθρωπος να έλκεται από την πολιτική ακόμα και αν δεν είναι από τη φύση του ριζοσπάστης.
Πόσο διήρκεσε η ιστορική έρευνα για το Οσοι αγαπιούνται;
Στην πραγματικότητα ξεκίνησε πριν από μία δεκαετία, όταν αντίκρισα για πρώτη φορά τη Μακρόνησο, τον «πιο διαβόητα βάναυσο από όλους τους τόπους εξορίας». Η αλήθεια είναι ότι με έπιασε σύγκρυο όταν ανακάλυψα τι είχε διαπραχθεί εκεί πέρα. Ενα μεγάλο κομμάτι αυτού είχε μείνει στην αφάνεια, άλλωστε ποιος άλλος ο λόγος υπήρχε να επιλέξεις ένα νησί για να κάνεις όλα αυτά; Ετοιμαζόμουν, θα έλεγε λοιπόν κανείς, γι'αυτή την ιστορία συνολικά δέκα χρόνια...
Γνωρίζετε ότι στην Ελλάδα ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας με τα τραύματα του Εμφυλίου;
Το περασμένο φθινόπωρο είχα κάνει μια περιοδεία για την προώθηση του βιβλίου. Ταξιδέψαμε σε καμιά δωδεκαριά πόλεις και κωμοπόλεις στην Ελλάδα και αυτό που αναφέρατε ερχόταν διαρκώς στο προσκήνιο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιος από το κοινό σηκωνόταν και έλεγε: «Δεν νομίζω ότι είναι σωστό να μιλάτε γι' αυτά τα πράγματα που συνέβησαν μόλις πριν από 70 χρόνια». Επαιρνα μια βαθιά ανάσα: «ΜΟΝΟ 70 χρόνια πριν;», Για μένα, το διάστημα αυτό είναι παραπάνω από επαρκές για να εκτιμήσεις τι συνέβη και να είσαι σε θέση να το αντιμετωπίσεις. Εγιναν πολλές ενδιαφέρουσες συζητήσεις γύρω από αυτό. Ομως, η Ιστορία δεν δύναται να περιμένει εκατό χρόνια μέχρι να αποφασίσουμε να την κοιτάξουμε κατάματα, να τη συζητήσουμε και να διδαχθούμε από αυτήν. Και το πιο βασικό πράγμα που ένιωσα ότι αποκόμισα από όλη αυτή τη μακρόχρονη έρευνα είναι ότι ουδείς τελικά ωφελήθηκε, ουδείς κέρδισε τον πόλεμο αυτό.
Σας έχει τύχει να βιώσετε στη σύγχρονη Ελλάδα κατάλοιπα του Εμφυλίου;
Η αλήθεια είναι ότι ανίχνευσα το παλιό τραύμα μόνο ως προς αυτό που σας είπα, δηλαδή σε αυτή την απροθυμία του κόσμου να μιλήσει. Και αυτό, πιστεύω, είναι ενδεικτικό της ύπαρξης μιας πληγής που δεν έχει επουλωθεί. Κατά τα άλλα, όπως το βλέπω εγώ, η Ελλάδα δείχνει αρκετά ήρεμη εσωτερικά. Εχει τύχει βέβαια να βρεθώ εκεί σε περιόδους άγριων συγκρούσεων μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς... Ομως τώρα, έχω την αίσθηση ότι οι περισσότεροι Ελληνες είναι απλά ευτυχείς με τον τρόπο που η κυβέρνηση χειρίστηκε την πανδημία και θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι και περήφανοι. Σκεφτείτε ότι εγώ βρίσκομαι (παγιδευμένη σχεδόν) σε μια χώρα στην οποία επικρατεί σφοδρή αντιπάθεια προς την κυβέρνηση μας και ένα αληθινά αβυσσαλέο μίσος για τον Μπόρις Τζόνσον. Οσο για το άεο3ΐε περί ΒΓεχϊΐ, στην ουσία χώρισε τη Βρετανία στα δύο. Επομένως, υπάρχουν φορές που νιώθω πιο κοντά στην «εμφύλια» οργή από τους Ελληνες.
Πώς αισθάνεστε με τον εθισμό στην τεχνολογία που επιδεινώθηκε στη διάρκεια της πανδημίας;
Για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ ότι η τεχνολογία συνέβαλε σημαντικά στο να κρατήσουμε επαφή μεταξύ μας - με την οικογένεια, τους φίλους και τους αγαπημένους μας. Αν μη τι άλλο, ξέρουμε ότι είναι εκεί, ότι μπορούμε να νιώθουμε ανά πάσα στιγμή κοντά τους. Αυτή η υποκατάσταση της ανθρώπινης επαφής, λοιπόν, ήταν ζωτικής σημασίας.
Πηγή: Marie Claire