Showbiz

Ερρίκος Πετιλόν: Η συγκλονιστική βιογραφία, ο εθισμός και οι γυναίκες της ζωής του

Ερρίκος Πετιλόν: Μια ζωή που φαντάζει με σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.

Η βιογραφία του είναι έτοιμη και ο ίδιος θυμάται τις πιο έντονες στιγμές της ζωής του. Ο Ερρίκος Πετιλόν έχει μάθει να επιβιώνει και στα δύσκολα και το έχει αποδείξει. Η εφημερίδα "Πρώτο Θέμα" ετοίμασε ένα αναλυτικό αφιέρωμα με άγνωστες λεπτομέρειες της ζωής του.

«Η ζωή μου στην εφηβεία ορθοπεταλιές κόντρα στον άνε­μο. Πρώτα γύρω-γύρω από τον κήπο μας κι έπειτα στον δρόμους της γειτονιάς, κι έπειτα ως τα ξέφωτα της Κηφισιάς, κι έπειτα στις απλωσιές της Πολιτείας, κι έπειτα ένα ατέλειωτο έπειτα και πέρα από το εδώ. Ήθελα να νιώσω τα πάντα γύρω μου...».

Αυτή η ανάγκη να νιώσει τα πάντα, να γευτεί τις ηδονές - νόμιμες και απαγορευμένες. Ξεδιπλώνεται γλαφυρά στις σελίδες της βιογραφίας του Ερρίκου Πετιλόν με τίτλο «Ποιος θα το πίστευε, ο Ερρίκος;» που υπογράφει η Σοφία Στεκουλέα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λευκή Σελίδα.

Η συγγραφέας αφήνει έναν από τους πλέον γοητευτικούς άνδρες του ελληνικού life style να ξεδιπλώσει άγνωστες πτυχές μιας μυθιστορηματικής διαδρομής που τα είχε κυριολεκτικά όλα.

Γυναίκες σαν την Ούρσουλα Αντρές να κλαίει στα πόδια του όταν τη χώρισε, τη Στεφανί του Μονακό να τον κυκλο­φορεί στα πιο σικ στέκια, δύο γάμους, νύχτες στο «δωμάτιο 54» δίπλα στον Μικ Τζάγκερ και μια άλλη «ερωμένη», την κοκαΐνη. Αυτή που ουσιαστικά δεν τον άφησε ποτέ «ελεύ­θερο» μέχρι τώρα, αυτή για την οποία ένα χειμωνιάτικο βράδυ πούλησε τα παπούτσια του 3.000 δραχμές προκει­μένου να εξασφαλίσει τη δόση του.

Από τα 15 του χρόνια ο Πετιλόν βυθίζεται σε ένα ηδο­νικό ταξίδι, παρκάροντας την εφηβεία του όταν αρχίζει να βγαίνει συνέχεια αφήνοντας την Κηφισιά για το Κολωνάκι, «Ηζωή μου ένα ατέλειωτο γλέντι. Μοναδικές μου έγνοιες :Σε ποια νυχτερινά μαγαζιά θα πάω; Σε ποια νησιά θα ταξιδέψω; Με ποια γυναίκα θα ξαπλώσω;». Αυτά τον απασχο­λούσαν. Και όταν πηγαίνει στη Μύκονο για πρώτη φορά ερωτεύεται το νησί, τις παραλίες του και τις τουρίστριες που καταφτάνουν από τον Βορρά και την Αμερική.

Το πρώτο κλικ,ο Τζιάνι και η τρέλα

Η πρώτη του σοβαρή σχέση είναι με μια γυναίκα εφτά χρόνια μεγαλύτερη του, η οποία ήταν δεσμευμένη.

«Κόλλησε σαν τσίχλα στο μυαλό μου. Την ήθελα, την κέρδισα. Το καλοκαίρι ζευγάρι οι δυο μας ανοίξαμε πανιά για τη Μύκονο μαζί με την παρέα μας από το Κολωνάκι. Το πρωί στην παραλία και το βράδυ στα μπαρ».

Θα μείνει μαζί της δύο χρόνια και μετά χωρίζουν γιατί «ήθελα κι άλλο, κάτι ακόμη», γράφει ο Ερρίκος, που γυρνά­ει ξανά στο Νησί των Ανέμων «με αντροπαρέα, ελεύθερος να σαγηνεύσω. Στο μπαρ Βεγγέρα το αεροπλάνο να προσγει­ώνεται και εμείς να "μετράμε" τουρίστριες».

Είναι λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 70 όταν η φωτογράφος Καλλιόπη εντοπίζει τον γοητευτικό νεαρό στη Μύκονο και τον προσεγγίζει.

«Απλά ήρθαν οι κουβέντες μεταξύ μας και απλά μου έκα­νε πρόταση για φωτογράφιση στο ιταλικό περιοδικό, όπου εργαζόταν ως φωτογράφος», αναφέρει στη βιογραφία του ο Ερρίκος. Μόλις βγαίνει το τεύχος τα πρακτορεία στην Ελλάδα πέφτουν πάνω στον γοητευτικό νεαρό, που δεν ακούει κανέναν πλέον. Έχει παρατήσει το σχολείο και γλεντάει χωρίς αύριο στην Κηφισιά και στο Κολωνάκι τον χειμώνα.

«Το καλοκαίρι» -του 1979- «με βρήκε πάλι στο "νησί μου" να πίνω παρέα με τον Τζιάνι Βερσάτσε: Σε θέλω μου είπε και έπειτα ήρθε και η πρόταση του Ούγκο Μπος».

Η ζωή του περιφέρεται σε μια βαλίτσα που αδειάζει σε ακριβά ξενοδοχεία και ο ένας προορισμός διαδέχεται τον άλλο, όπως και οι πασαρέλες των διάσημων σχεδιαστών. Στα 18 του χρόνια πληρώνεται 7 εκατ. δραχμές για ένα πέρασμα σε ένα ντεφιλέ μόδας, ενώ από τη ζωή του περ­νάνε -αλλά δεν μένουν- πανέμορφες γυναίκες.

Μένει όμως μια μόνιμη πλέον «ερωμένη», η κοκαΐνη, στην οποία εθίζεται αυτό το γοητευτικό αγόρι που τα είχε όλα, αλλά κατά βάθος μπορεί και να μην τα ήθελε.

«Με τις ουσίες ζητούσα να μουδιάσω το μυαλό μου, το κορμί μου, τη φωνή μέσα μου: "Δεν είσαι αυτος, δεν ανήκεις εδώ. Φιγουρατζήδες. Δεν νοιάζονται για σένα"».

Το Studio 54 και η Στεφανί του Μονακό

Αυτό δεν τον εμπόδισε φυσικά να συνεχίσει στο ίδιο μοτί­βο, δουλεύοντας πολύ εντός και εκτός Ελλάδας, μέχρι να έρθει καλοκαίρι, τότε που, όπως γράφει, «ο κόσμοι δεν με κρατούσε». Επέστρεφε στη λατρεμένη του Μύκονο, εκεί όπου μια μέρα βρέθηκε να τα πίνει με τον Στιβ Ρούμπελ, τον ιδιοκτήτη του ήδη μυθικού «studio 54».

Ο τελευταίος προσκαλεί τον Πετιλόν στη Νέα Υόρκη και όταν αυτός φτάνει έξω από το κλαμπ, ενώ αδυνατεί να πιστέψει την εικόνα που βλέπει, με εκατοντάδες ανθρώπους να στριμώχνονται γύρω από την είσοδο. «Το θέαμα με αναστά­τωσε. Γιατί όλος αυτός ο πανικός; Πλησίασα βαδίζοντας αργά και δύο, από τους δέκα πορτιέρηδες προτού μιλήσω έκαναν στην άκρη τον κόσμο να περάσω», γράφει ο Ερρίκος για την πρώτη του βραδιά στη θρυλική ντισκοτέκ.

«Στάθηκα και κοιτούσα τον άπλετο χώρο. Η κόκα έπεφτε από το ταβάνι και οι γυναίκες εμπρός μου, πλάι μου, γύρω μου χόρευαν φορώντας μόνο γόβες στιλέτο. Με οδήγησαν στο τραπέζι τον Στιβ, χαιρετηθήκαμε και με έβαλε να καθί­σω δίπλα του. Στο τραπέζι παρέα μας ο Αντί Γουόρχολ, ο Κάλβιν Κλαιν, η Γκρέις Τζόουνχ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ο Μικ Τζάγκερ,ο Ροντ και η Αλάνα Στιούαρτ, ο Τζακ Νΐκολσον, ο Ρΐτσαρντ Γκιρ, ο Σιλβέοτερ Σταλόνε, η Τζια Καράντζι, η Μηρονκ Σιλντς και η Νταϊάνα Ρος ημίγυμνη να τραγουδάει δίπλα μας». Ο γοητευτικός Έλληνας διασκεδάζει μαζί με το μισό Χόλιγουντ, πίνει μαζί τους, τα λένε και «χάνεται» σε ένα ηδονιστικό ντελίριο που τελειώνει Ξημερώματα.

Προερχόμενος από μια ιδιαίτερα εύπορη οικογένεια, ο Ερρίκος βρίσκει τον χρόνο μεταξύ επιδείξεων και πάρτυ στο «studio 54» να πεταχτεί στο σαλέ που διαθέτουν οι δικοί του στο Γκστάαντ για διακοπές λίγων ημερών με καλεσμένους στην τριώροφη κατοικία τον Αλεν Ντελόν, τον Χέλμουτ Μπέργκερ και τον υιό Μιτεράν. Λίγους μήνες μετά, στο Παρίσι, όπου έχει εγκατασταθεί μόνιμα ο πατέ­ρας του μετά το διαζύγιο με τη μητέρα του, γνωρίζει σε μια νυχτερινή είσοδο την ατίθαση τότε πριγκίπισσα Στεφανί του Μονακό.

«Ήθελα να την κατακτήσω. Ήταν εντελώς διαφορετική από τις γυναίκες που ως τώρα συναναστρεφόμουν. Όλα πάνω της ανέδιναν ελευθερία. Τα βλέμματα όλα σ'εκείνη και το δικό της σε εμένα», σημειώνει στο συγκεκριμένο κε­φάλαιο.

Η πριγκίπισσα, γοητευμένη από την αύρα του, τον ακολουθεί στο σπίτι του από το πρώτο βράδυ, ενώ λίγο μετά η σχέση τους γίνεται γνωστή και το ζευγάρι την επι­βεβαιώνει όταν ο Πετιλόν συνοδεύει τη Στεφανί στο Φεστιβάλ των Καννών.

Η πριγκίπισσα τον καλεί στο Μονακό για να τον γνωρίσει η μητέρα της Γκρέις Κελί, στην οποία μιλάει με ενθου­σιασμό για τον Έλληνα φίλο της και το ειδύλλιο τους, που θα κρατήσει μόλις τρείς μήνες, αφού η μικρή Στεφανί ήθελε να ρουφήξει τη ζωή.

Η Ούρσουλα και τα 4 εκατ. δραχμές σε κοστούμια!

«Μια καλησπέρα δική μου, ένα μείνε δικό της και κύλησαν δυο χρόνια. Εκείνη σταρ κι εγώ 23 χρόνων. Παρελθόν της, ο Τζειμς Ντιν και ο Ζαν Πολ Μπελμοντό κι εγώ μ' ένα ερώτη­μα: Πώς αυτή η γυναίκα είναι μαζί μου; Απάντηση δεν έδωσα ποτέ».

Με αυτή την εισαγωγή αρχίζει η περιγραφή της σχέσης του Ερρίκου με την εκθαμβωτική Ούρσουλα Αντρές, η οποία άρχισε όταν την προσέγγισε για να τη γνωρίσει.

Νύχτες και μέρες στα όρια

Μέσα σε 83 σελίδες η Σοφία Στεκουλέα κατάφερε να συμπεριλάβει όλα τα υρs and downs της ζωής ενός άνδρα, η οποία θα μπορούσε άνετα να γίνει κινηματογραφική ταινία.

Περιγράφει διεξοδικά τις διαδρομές του εντός και εκτός συνόρων, τις υπερβολές όταν τα λεφτά έρρεαν και ο Ερρίκος νόμιζε ότι αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ. Όταν αγόρα­σε μαζί με τον Τάκη Ρόζα την «Αίγλη» στο Ζάππειο πήγε στην μπουτίκ του Armani στο Κολωνάκι και είπε στις πωλήτριες «ένα απ' όλα», εννοώντας κοστούμια, πουκάμισα και παπούτσια. Πλήρωσε 4 εκατ. Δραχμές εκείνη την ημέρα ο άνθρωπος που λάτρεψαν εκατοντάδες γυναίκες, οι περισσότερες για λίγο, ειδικά την εποχή που ήταν πε­ριζήτητο μοντέλο.

Όπως γράφει, υπήρξε ιδιοκτήτρια μπουτίκ στο Κολω­νάκι η οποία όταν μπήκε ο Πετιλόν για να ψωνίσει κλείδω­σε την πόρτα, γδύθηκε μπροστά του και του είπε να της κάνει έρωτα.

Στην «Αίγλη» διαπίστωσε ότι ήταν πλέον εξαρτημένος από την κοκαΐνη. Αφήνει τα κλειδιά στον συνεταίρο του και φεύγει στο Ισραήλ για να απεξαρτηθεί.

Παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές. Απέκτησε έναν γιο. Μπήκε και βγήκε σε ψυχιατρικές κλινικές, αλλά δεν θα ξεχάσει ποτέ τα τελευταία λόγια της μητέρας του. Ήταν βράδυ 15 Αυγούστου 1995, 11 η ώρα, όταν άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε και του είπε: «Ποιος θα το πίστευε; Ο Ερρίκος.»

© 2010-2024 Gossip-tv.gr - All rights reserved