Ξυκομηνός: Όσα δεν γνωρίζατε για τον πρωταγωνιστή της σειράς, Άγριες Μέλισσες
Αφοσιωμένος στην τέχνη του και σεμνός στη δημόσια εικόνα του, ο Κώστας Ξυκομηνός αφήνει τη δουλειά του να μιλά για εκείνον χωρίς να παρεκκλίνει τους στόχους του.
Τη φετινή τηλεοπτική σεζόν τον απολαμβάνουμε στις «Άγριες μέλισσες» του ΑΝΤ1, σε έναν ακόμη ξεχωριστό ρόλο, αυτόν του Νώντα, του ιδιοκτήτη καμπαρέ της Τρούμπας.
Από πού είναι π καταγωγή σας; Έχετε ασυνήθιστο επίθετο. «Από την πλευρά του πατέρα μου από τα Υστέρνια της Τήνου και από της μητέρας μου από το Ανατολικό Αιγαίο, Σάμο, Μυτιλήνη, Μικρά Ασία. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα».
Πώς μπήκε το μικρόβιο της υποκριτικής; «Από το σχολείο αλλά και από την επιρροή της μητέρας και της γιαγιάς μου, οι οποίες και οι δύο ήταν λάτρεις του θεάτρου και με πήγαιναν σε παραστάσεις. Έτσι μου ενδυνάμωσαν την αγάπη μου για την υποκριτική, αν και εμένα με γοήτευε περισσότερο ο κινηματογράφος. Κι επειδή ήμασταν από τους πρώτους που πήραμε τηλεόραση, η επιρροή της εικόνας ήταν ακόμη μεγαλύτερη».
Οι γονείς σας είχαν σχέση με την τέχνη; «Οχι. κανείς στο σόι μας. αλλά δεν έφεραν καμία αντίρρηση στην απόφαση μου και ήταν ανοιχτόμυαλοι. Παρόλο που είχα περάσει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Πειραιά κατάλαβα βαθιά μέσα μου ότι δεν με ενδιαφέρει. Δεν με γοήτευσε αυτή η επιστήμη τόσο ώστε να με κρατήσει».
Κι έτσι μπήκατε στη δραματική σχολή. «Φοιτούσα στο Ωδείο Αθηνών, αλλά όταν έμαθα ότι ο αείμνηστος Βασίλης Διαμαντόπουλος, που τον θαύμαζα πολύ δημιούργησε θεατρικό εργαστήρι, πήγα εκεί και είχα την τύχη να είμαι μαθητής του. Ωστόσο, επειδή πάντα ήθελα να εκπαιδεύομαι συνέχεια και όντας ανήσυχο πνεύμα, συνέχισα με τη Ρούλα Πατεράκη και τον τον αξέχαστο Ακη Δαβή. Για μένα η τέχνη της υποκριτικής είναι σαν τον αθλητισμό, που θέλει συνεχή προπόνηση και άσκηση προκειμένου να έχεις όλο και καλύτερες επιδόσεις. Κάθε νέος ρόλος για μένα είναι μια καινούρια πρόκληση πάνω σε έναν χαρακτήρα που δεν έχω συναντήσει. Δεν μπορώ να κάνω συνέχεια τους ίδιους τύπους χαρακτήρα, να παίζω, με μανιέρα και να τυποποιηθώ. Αυτός είναι ο μεγάλος μου εφιάλτης και έχω παλέψει πολύ στη ζωή μου για να μη συμβεί».
Διαπιστώνω ότι προτιμάτε να μιλάτε με το έργο σας. Είστε λίγο αθόρυβος σε προσωπικό επίπεδο. «Εκ φύσεως είμαι χαμηλών τόνων. Χαίρομαι να έχει ανταπόκριση η δουλειά μου και μέσα στα χρόνια έχω εισπράξει μεγάλη χαρά από ανθρώπους που με συναντούν και βλέπω στα μάτια τους και στον τρόπο που με αντιμετωπίζουν πως η προσπάθεια μου και το έργο μου τους άγγιξε. Αυτό για μένα είναι μεγάλη ικανοποίηση και ανταμοιβή».
Έχετε βρεθεί σε οικονομικό αδιέξοδο; Η δουλειά σας έχει μεγάλη ανασφάλεια. «Φυσικά, και δεν κρύβω πως σε πολλές στιγμές στη ζωή μου αναρωτήθηκα αν πρέπει να συνεχίσω ή όχι. Κατάλαβα όμως ότι δεν μπορούσα να αποχωριστώ τον χώρο. Βρέθηκαν άνθρωποι που με στήριξαν τόσο συναισθηματικά όσο και στο να πάρω τις σωστές αποφάσεις και να μείνω».
Σε αυτά τα καλλιτεχνικά κενά χρειάστηκε να κάνετε άλλες δουλειές; «Και βέβαια. Το γνωστό ανέκδοτο που λέμε οι ηθοποιοί είναι το εξής: "Πού δουλεύεις τώρα;" και η απάντηση είναι η διεύθυνση ενός μπαρ, ενός εστιατορίου ή μιας καφετέριας. Τα έχω περάσει κι εγώ».