Γιάννης Στάνκογλου: «Αυτή η μη δράση έχει τσακίσει τα φτερά μου»
Ο Γιάννης Στάνκογλου έχει καταφέρει πολλές φορές να προκαλέσει τη μετατόπιση εντός του θεατή.
Από το «Τρίπτυχο του Μπέκετ» σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Τερζόπουλου, στο «2004» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στο «Festen» σε σκηνοθεσία της Αλίκης Δανέζη – Knutsen (είναι η γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του), ως Κοβάλσκι στο «Λεωφορείο ο Πόθος» της Αντζελας Μπρούσκου, στο «Τρίτο Στεφάνι» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, «Καλιγούλας» στην παράσταση της Αλίκης στο Δημοτικό Πειραιά, ως Ετεοκλής όταν στην Επίδαυρο «σήκωσε σκόνη» στο «Επτά επί Θήβας» σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις.
Και μαζί με αυτές (και άλλες) θεατρικές του ερμηνείες, είκοσι πέντε ταινίες μέσα σε δεκαεπτά χρόνια και μια επιλεκτική μεν, εντυπωσιακή δε τηλεοπτική καριέρα όπου, από τις πρώτες του κιόλας εμφανίσεις, το μεγάλο κοινό αναγνώρισε ότι «a star is born».
Ποια από αυτές τις «ανταλλαγές», έχει «γράψει» περισσότερο εντός του; «Θα σε πάω αρκετά πίσω. Στην παράσταση του Μαρμαρινού για το 2004. Μας είχε ζητήσει να κάνουμε κάποιους αυτοσχεδιασμούς, σκεφτόμουν όλο το βράδυ τι μπορώ να κάνω καλά – διότι αυτό είναι ο αυτοσχεδιασμός – και, μέχρι το πρωί, δεν είχα βρει κάτι που θα μπορούσα να κάνω πραγματικά πολύ καλά. Σε μια κουβέντα με την Αλίκη λοιπόν, ύστερα από μια παύση, αποφάσισα να βγω στη σκηνή με πατίνια. …Θέλω να πω ότι για να συμβεί αυτή η ανταλλαγή, πρέπει να απελευθερώσω ένα κομμάτι του εαυτού μου, να το διαθέσω, με κάποιον τρόπο, πάνω στη σκηνή. Αυτό βέβαια έχει γίνει και σε άλλες παραστάσεις. Στο «Γιούγκερμαν» αλλά και στο «Επτά επί Θήβας» όπου η μονομαχία που ανέφερες, μια «αγκαλιά» όπως την είδα εγώ, ήταν επίσης ένα είδος αυτοσχεδιασμού».
Η αναφορά σε παραστάσεις του παρελθόντος όμως τον προσγειώνει στο δυστοπικό παρόν της θεατρικής απραξίας και στο «βούλιαγμα» της καραντίνας. Μια όχι εύκολα διαχειρίσιμη κατάσταση για τον Γιάννη Στάνκογλου.
«Είμαι άνθρωπος της δράσης. Ο περιορισμός δεν μου κάνει καλό, με εγκλωβίζει σε μία κατάσταση όπου είναι δύσκολο να βρω τις ισορροπίες μου. Και δεν αφορά μόνο τη σκέψη αλλά την έκφραση, τη δράση. Αυτή η μη δράση έχει τσακίσει τα φτερά μου. Υπάρχουν κάποιοι – λίγοι βέβαια, πρέπει να το τονίσουμε – που η αδράνεια της καραντίνας τους έχει κάνει καλό. Δεν ξέρω όμως πώς ήταν πριν. Εγώ «φλέγομαι» κάπως. Γουστάρω τις πρόβες, είμαι άνθρωπος της πόλης, του δρόμου, της πράξης, του τραπεζιού, του «μαζευόμαστε», του «συζητάμε». …Χθες είχαμε πρόβα για μια δύσκολη σκηνή από το «Σχεδόν ενήλικες» της Μυρτώς Κοντοβά που ετοιμάζουμε για το Mega, κάναμε μετά και μια φωτογράφιση και, όταν τελειώσαμε, ήταν τρεις το μεσημέρι, 28 Νοεμβρίου, με έναν ήλιο ντάλα. Και δεν μπορούσα να πάω με τους ανθρώπους που δούλευα ή με αυτούς που έχω επιθυμήσει, σε ένα ταβερνάκι, να φάω ένα ψαράκι, να πιω μια μπίρα, έστω ένα νερό. Αυτό με καταστρέφει ψυχολογικά», λέει ο ίδιος στα Νέα.