Βικτόρια Χίσλοπ: «Όταν γράφω δεν μπορώ να έχω το άγχος αν οι άλλοι θα το βρουν καλό»
Πριν από δεκαέξι χρόνια εξαιτίας της Βικτόρια Χίσλοπ έγινε γνωστή παγκοσμίως , η ιστορία της Σπιναλόγκας και των χανσενικών που τους απομόνωναν εκεί.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Μια νύχτα του Αυγούστου», με το οποίο επανέρχεται στους ήρωες του «Νησιού». Ακολουθεί την πορεία τους μετά το κλείσιμο της αποικίας λεπρών και τη νύχτα που στιγματίστηκε από μια δολοφονία, η οποία άλλαξε για πάντα τη ζωή τους.
Γράψατε το νέο βιβλίο σας μες στην πανδημία. Πώς προέκυψε;
Προτού εφαρμοστεί το lockdown στην Αγγλία παρακολουθούσα τι συνέβαινε στην Ελλάδα και σκεφτόμουν για ποιο λόγο το εφάρμοσε ο Μητσοτάκης και όχι ο Μπόρις Τζόνσον. Στην Αγγλία ο κόσμος ήταν στους δρόμους, ενώ τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά. Κάποια στιγμή που περνούσα έξω από ένα σουπερμάρκετ είδα τον κόσμο να βγαίνει με μεγάλες τσάντες και με έπιασε πανικός. Μια μέρα πριν είχε πεθάνει η μητέρα μου, η οποία ήταν σε γηροκομείο, και το μόνο που είχε κάνει η κυβέρνηση ήταν να ανακοινώσει ότι τα γηροκομεία έπρεπε να κλείσουν γιατί φοβόταν πολύ για τους ηλικιωμένους. Αποφάσισα να φύγω από το Λονδίνο γιατί είναι πιο δύσκολο να παραμείνεις ασφαλής σε μια μεγάλη πόλη. Πήγα στο σπίτι που έχουμε στην εξοχή, σε απόσταση μιάμισης ώρας από το Λονδίνο, και πέρασα εκεί όλη την περίοδο του lockdown μαζί με τον σύζυγο και τα παιδιά μου. Οταν όμως συνέβη αυτό ήθελα να κάνω κάτι, δεν μπορούσα να μένω στο σπίτι χωρίς να γράφω.
Πώς αποφασίσατε να γράψετε τη συνέχεια του «Νησιού» και όχι μια εντελώς νέα ιστορία;
Γιατί η κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν μου θύμιζε τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να απομονωθούν εξαιτίας της λέπρας. Εκείνους που παρότι ήταν σε ένα νησί που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι τους ,δεν μπορούσαν να δουν και να αγκαλιάσουν την οικογένεια και τους φίλους τους. Για εκείνους δεν υπήρχε θεραπεία μόνο φόβος και μια ασθένεια που δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Ηθελα επίσης να ξαναδώ τις ζωές των ηρώων του «Νησιού» έπειτα από τόσα χρόνια.
Πόσο καιρό σας πήρε να ολοκληρώσετε το βιβλίο;
Αρχισα στις 30 Μαρτίου και ήταν έτοιμο για τον εκδότη μου τον Ιούλιο -έγραφα κάθε μέρα όλη μέρα. Για το βιβλίο αυτό δεν χρειαζόταν να κάνω έρευνα και δεν μπορούσα κιόλας λόγω του Ιockdown, εξαιτίας του οποίου δεν μπορούσα να επισκεφτώ τις βιβλιοθήκες. Εκανα έρευνα μόνο για κάποια πράγματα που ήθελα να μάθω για τα καράβια στον Πειραιά.
Εχετε γράψει βιβλία που η δράση τους τοποθετείται στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Κύπρο. Γιατί όχι στην Αγγλία;
Δεν γράφω για την Αγγλία. Δεν μπορώ. Δεν έχω ποτέ έμπνευση.
Οταν γράφετε ένα βιβλίο έχετε την ανησυχία αν θα αρέσει;
Η αλήθεια είναι ότι δεν σκέφτομαι πολύ τους αναγνώστες, γιατί αυτό είναι επικίνδυνο. Οταν γράφω μια ιστορία είναι για κάτι που με ενδιαφέρει και σκέφτομαι μόνο τους χαρακτήρες μου. Δεν μπορώ να έχω το άγχος αν οι άλλοι θα το βρουν καλό.
Παλαιότερα σας είχε γίνει πρόταση από το Χόλιγουντ για το «Νησί». Γιατί αρνηθήκατε;
Ηταν πολύ εύκολο να αρνηθώ.
Μου κάνει εντύπωση αυτό που λέτε.
Ναι, ήταν εύκολο, γιατί ο παραγωγός δεν ήθελε να είμαι κοντά στην παραγωγή. Κάθε βιβλίο μου για μένα είναι όπως ένα μωρό. Και το μωρό σου δεν το δίνεις σε έναν ξένο έτσι απλά. Τότε είχα συναντήσει τον Μανώλη Φουντουλάκη, ο οποίος είχε λέπρα, και γίναμε φίλοι. Για μένα ήταν πολύ σημαντικό όταν κοιτάζουμε μαζί την οθόνη αυτό που θα βλέπουμε να είναι φτιαγμένο με σεβασμό για τους λεπρούς. Ο Μανώλης Παπαδουλάκης που έκανε τη σκηνοθεσία στο «Νησί» είχε μεγάλο σεβασμό για όλους, όχι μόνο για τους λεπρούς.
Τι είναι αυτό που σας έφερε κοντά στην ιστορία της Σπιναλόγκας;
Ισως το κουράγιο των ανθρώπων που ήταν εκεί και ότι δεν διέφεραν σε τίποτε από εμάς. Αναγκάστηκαν να ζουν με τη λέπρα εξαιτίας της κακής τύχης, όχι επειδή οι ίδιοι ευθύνονταν για κάτι. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πρόσφυγες από τη Συρία. Κάθε φορά σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι αυτοί πριν από χρόνια ή μήνες ζούσαν σε μια πόλη ακριβώς όπως η δική μας. Μια πόλη με σχολεία, νοσοκομεία και σπίτια που πλέον είναι κατεστραμμένη. Πριν από λίγες μέρες κάναμε γυρίσματα στην Πλάκα. Κοιτούσα τη Σπιναλόγκα και σκεφτόμουν ότι είναι νησί-σύμβολο που μας υπενθυμίζει πόσο τυχεροί είμαστε όλοι εμείς, είπε στο Documento.