Ορφέας Αυγουστίδης: Το σαχλό τατουάζ που έκανε στην πλάτη όταν ήταν έφηβος
Η εφηβεία του Ορφέα Αυγουστίδη είναι συνδεδεμένη σε μεγάλο βαθμό με τη λέξη «κινηματογράφος».
Από μικρός δούλευε στο μπαρ του θερινού σινεμά που διατηρούσε ο πατέρας του, ο ηθοποιός Ντίνος Αυγουστίδης, μέχρι που έφτασε στο σημείο να «χτυπήσει» τατουάζ το πάθος του για τον κινηματογράφο.
«Ήμουν καλό παιδί στην εφηβεία μου αλλά κάποια πράγματα από αυτά που έκανα σκέφτομαι τώρα ότι αν τα κάνει ο γιος μου... Οι γονείς μου τα ήξεραν και πολύ σιωπηλά παρακολουθούσαν από πίσω. Από τέτοια απόσταση που γνώριζαν αν έτρωγα το μούτρα μου. Δεν είμαι βέβαια πολύ σίγουρος ότι θα μπορούσαν να παρέμβουν» εξηγεί και διευκρινίζει: «Σε εκείνη την ηλικία ήθελα να ασχοληθώ με το σινεμά και να γίνω σκηνοθέτης. Έκανα μια μικρού μήκους ταινία και πήγα στο Φεστιβάλ της Δρόμος. Στο σήμερα σκέφτομαι ότι τα όνειρα δένεσαι εκεί μόνο γιο να πραγματοποιούνται με τον τρόπο που τα ονειρεύτηκες. Είναι εκεί για να σε κρατάνε συνδεδεμένο με το παρελθόν. Για να καταλάβεις, έχω ένα τόσο σαχλό τατουάζ στην πλάτη, που το έκανα όταν ήμουν 16 χρόνων.
Είναι κάτι γιαπωνέζικα ιδεογράμματα που λένε "αγάπη για τον κινηματογράφο", θυμάμαι ότι είχα φύγει κοπάνα οπό το Λύκειο για να το κάνω, σε μια εποχή μάλιστα που τα τατουάζ δεν θεωρούνταν στολίδι όπως σήμερα. Ήταν ένα σύμβολο μιας πιο ελεύθερης έκφρασης. Δεν μετάνιωσα. Τώρα όμως δεν θα το έκανα. Κι αν μου έλεγες ότι μπορώ να το βγάλω απλά με μια γόμα, θα σου έλεγα "εντάξει, βγάλ'το". Από την άλλη, με συνδέει με κάτι που ήμουν τότε. Με μια περίοδο άλλης ελαφρότητας ή αθωότητας, Το όνειρο λοιπόν δεν έχει χαθεί».
Οι όμορφες αλλά και αστείες ιστορίες από τα χρόνια που δούλευε στο θερινό σινεμά του πατέρα του είναι πολλές. Ο ίδιος περιγράφει μία από αυτές: «Μια φορά είχε έρθει ένας πολύ γνωστός μουσικοσυνθέτης με την τότε κοπέλα του - πολύ γνωστή κι αυτή σήμερα αλλά δεν είναι πλέον ζευγάρι. Η ταινία είχε ξεκινήσει και το μπαρ στο Σινέ Ψυρρή ήταν μέσα στον κόσμο. Επιλέγαμε λοιπόν σαν επιχείρηση να μη φτιάχνουμε ποπ κορν την ώρα της προβολής γιατί ενοχλούσε τους θεατές. Ήρθαν λοιπόν καθυστερημένοι και εγώ είχα φτιάξει την τελευταία φουρνιά ποπ κορν πέντε λεπτά νωρίτερα. Μπαίνουν με ύφος καρδιναλίων και μου λέει ο μουσικοσυνθέτης "θα θέλαμε δύο μεγάλα ποπ κορν να τα φτιάξετε τώρα". Του απαντάω ότι τα φτιάξαμε πριν από πέντε λεπτά και επιμένει. Του εξηγώ ότι δεν γίνεται, "θέλετε να σας βάλω να δοκιμάσετε από αυτά αν καλύπτουν τις υψηλές απαιτήσεις του ουρανίσκου σας;". Πήραν τα ποπ κορν, έκατσαν τρία λεπτά και έφυγαν. Δεν τους κάλυψαν μάλλον», διηγείται και συνεχίζει με ακόμη μία παλαιότερη, ιστορία.
«Ήμουν πιο μικρός και είχαμε τότε το Cine Αμόρε. Έπαιζε μια από τις αγαπημένες μου ταινίες. Ο νεκρός του Τζιμ Τζάρμους, με πρωταγωνιστή τον Τζόνι Ντεπ. Θυμάμαι να φεύγω από το σινεμά με τους γονείς μου για να με πάνε σπίτι να κοιμηθώ. Περπατούσα λοιπόν και χαζεύαμε γυρισμένο το κεφάλι στην οθόνη. Το αποτέλεσμα ήταν να σκάσω χωρίς να το καταλάβω σε έναν τοίχο και να σπάσω το μπροστινό δόντι μου. Και σκέψου ότι έβλεπα την ταινία για τριακοστή φορά».
Συνεχίζοντας την κουβέντα για τα χρόνια της αθωότητας, ρωτήθηκε για τη μητέρα του Μαρία Τζομπανάκη, που εκείνη την εποχή θεωρούνταν μια από τις ωραιότερες γυναίκες της Ελλάδας. Αναρωτιέμαι αν το είχε αντιληφθεί. «Όχι. Για εμένα ήταν πάντα η μαμά μου. Το καταλάβαινα από κανένα φίλο που μπαίνοντας σπίτι μπορεί να την κοίταζε λίγο παραπάνω από το κανονικό» απάντησε γελώντας.
Πηγή:OK