Δημήτρης Φιντιρίκος: «Ο πατέρας μου με αγνοούσε, δεν βοηθούσε καθόλου»
Ο Δημήτρης Φιντιρίκος μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, το διαζύγιο των γονιών του και τον θάνατο του μπαμπά του.
Επίσης, αναφέρθηκε στη γιαγιά του η οποία τον μεγάλωσε και ήταν σαν μητέρα και πατέρας για εκείνον.
«Πάντα ήμουν ανήσυχο πνεύμα. Από 10χρόνων σχεδίαζα τη ζωή μου και το πώς θα είναι το μέλλον μου. Όταν οι φίλοι μου έπαιζαν ποδόσφαιρο και έκαναν βόλτες, εγώ σκεφτόμουν πώς θα κατακτήσω τον κόσμο. Το βασικό μου μέλημα ήταν να είμαι ανεξάρτητος, να μην έχω ανάγκη τους γονείς μου. Στα 17 μου έφυγα από, το σπίτι μου και από τότε ζω μόνος μου, χωρίς να έχω ζητήσει ποτέ τίποτα από κανέναν. Για να είσαι σταθερός, πρέπει να κινείσαι, να θέτεις συνεχώς καινούριους στόχους. Ποτέ δεν χαλαρώνω γι' αυτό ίσως γίνεται και πρόβλημα κάποιες φορές. Από τις αγωνίες που έχω για τα όνειρα που θέλω να πετύχω, κοιμάμαι ελάχιστες ώρες».
«Τι δουλειά κάνει ο Δημήτρης Φιντιρίκος;». Αυτή είναι μια ερώτηση που έχω ακούσει πολλές φορές, αφού από το Instagram του ξέρουμε ότι έχει μια εμφάνιση χολιγουντιανών προδιαγραφών, λατρεύει τα σκυλιά του, ασχολείται με τα φουσκωτά σκάφη, του αρέσουν τα αυτοκίνητα, τα μαχητικά αθλήματα και έχει μεγάλη αδυναμία στα βαφτιστήρια του. «Η βασική μου δουλειά είναι το επιχειρείν. Πάντα μου άρεσε να μοιράζω το ρίσκο μου σε διαφορετικούς τομείς. Για παράδειγμα, τα δύο τελευταία χρόνια με τον κορονοϊό η εστίαση πέρασε δύσκολα. Οπότε είχα εστιάσει στις αγορές και πωλήσεις ακινήτων, και στο ναυπηγείο, κλάδοι που συνέχισαν να λειτουργούν».
«Είμαι παιδί χωρισμένων γονιών. Πάντα παίρνω το μέρος του αδύναμου, οπότε στη συγκεκριμένη συνθήκη στήριξα τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ναυτιλιακός πράκτορας. Είχαμε πάντα περίεργη σχέση. Στα 24 μου, ένα βράδυ, μου τηλεφώνησε και μου είπε μόνο ασθμαίνοντας "έλα". Δεν γνώριζα καν πού μένει. Έμαθα από φίλους πού είναι το σπίτι του, έτρεξα εκεί, σκαρφάλωσα, από τους σωλήνες της αποχέτευσης στον δεύτερο όροφο έσπασα την μπαλκονόπορτα και τον βρήκα στο πάτωμα σε κωματώδη κατάσταση. Ταυτόχρονα είχε έρθει αστυνομία επειδή νόμιζαν ότι έκανα
διάρρηξη. Επειδή ήταν διαβητικός, θεώρησα ότι είχε πάθει υπογλυκαιμικό σοκ. Ήταν 3.00 το ξημερώματα, δεν εφημέρευε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο κοντά και τα ιδιωτικά δεν μας δέχονταν γιατί έπρεπε να περιμένουμε μέχρι το πρωί να δουν τα λογιστήρια τους αν είχε ιδιωτική ασφάλεια. Έμεινε σε κώμα για τρεις μήνες, μέχρι που έφυγε. Ήταν πολύ δύσκολο να τον βλέπω έτσι, έναν άνθρωπο που ουσιαστικά δεν είχα περάσει χρόνο μαζί του τα τελευταία χρόνια.
Τη μία μέρα οι γιατροί με ρωτούσαν αν θέλω να δώσω τα όργανα του γιατί δεν έχει πιθανότητες να ζήσει -είχα πει αμέσως "ναι"-, την άλλη μου έλεγαν ότι ο οργανισμός του αντέδρασε και την επομένη, επειδή είχαν περάσει πολλές μέρες από το εγκεφαλικό επεισόδιο, ότι δεν Θα επανερχόταν κανονικά ποτέ. Τότε είπα ότι αν ήταν να έμενε για πάντα φυτό, καλύτερα να έφευγε έχοντας ζήσει μια ζωή περήφανος και όρθιος. Έτσι είμαι κι εγώ, δεν ήθελα ποτέ να σκύψω το κεφάλι μου σε κανέναν, αλλά να κοιτάζω τους άλλους στα μάτια. Είμαι ευγνώμων που μεγάλωσα με δυσκολίες. Η μητέρα μου ήταν οδοντίατρος, καθηγήτρια πανεπιστημίου.
Πρωί-μεσημέρι πανεπιστήμιο, το βράδυ ιατρείο. Ουσιαστικά η γιαγιά μου με μεγάλωσε. Ήταν ο άνθρωπος που υπεραγαπούσα, ήταν όλη μου η ζωή, μητέρα
και πατέρας μαζί. Ο πατέρας μου με αγνοούσε, δεν βοηθούσε καθόλου και,
η μητέρα μου εργαζόταν όλη μέρα γιατί είχε πάθος με τη δουλειά της και
ήταν γυναίκα καριέρας. Εγώ πίστευα ότι αν έβγαζα χρήματα, θα σταματούσε εκείνη να δουλεύει και θα την έβλεπα παραπάνω. Αυτό φυσικά δεν συνέβη. Όταν της το ζήτησα, δεν το έκανε γιατί αυτό ήταν το πάθος της. Είχε πελάτες χρόνια και δεν ήθελε να τους αφήσει», είπε στο ΟΚ!