Φίλιππος Σοφιανός: «Δεν έχω παίξει δεύτερους ρόλους στην τηλεόραση»
Ο Φίλιππος Σοφιανός είναι ηθοποιός με σπουδαιότητα, ήθος και αξιοπρέπεια.
Μας έχει χαρίσει εξαίσιες ερμηνείες στο θέατρο και την τηλεόραση και κατά βάση έχει καταπιαστεί με ρόλους «κόντρα» στον εαυτό του, ανεβάζοντας τον πήχη της καριέρας του σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Μία από τις σειρές που πρωταγωνίστησε και αγαπήθηκε από το τηλεοπτικό κοινό ήταν το «Πρόβα Νυφικού», όπου είχε τον ρόλο του Απόστολου Πετρόπουλου.
-Πώς προέκυψε ο ρόλος σας στη σειρά;
Όταν έγινε η «Πρόβα Νυφικού» εγώ είχα ήδη κάνει βήματα καριέρας πριν. Με φώναξε ο Κώστας Κουτσομύτης στο γραφείο και μου πρότεινε τον ρόλο του Απόστολου Πετρόπουλου. Ήταν μια πολύ καρμική συνάντηση αυτή, γιατί η σειρά έμελλε να γίνει το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει μέχρι σήμερα στην τηλεόραση. Η πιο φροντισμένη δουλειά και ο πιο ολοκληρωμένος μου τηλεοπτικός ρόλος. Ευλογημένη στιγμή. Η «Πρόβα» ήρθε σε μια στιγμή υποκριτικής ωριμότητας για μένα. Τότε που είχα ξεκινήσει να διαπραγματεύομαι ρόλους, με άλλους όρους. Τότε ήμουν πολύ ορεξάτος, με θέληση για δουλειά και στο «ναι» που είπα, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο ο «πατριάρχης» του είδους, ο Κουτσομύτης. Η «Πρόβα Νυφικού» ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη παραγωγή που είχε γίνει ως τότε στην ιδιωτική τηλεόραση, με ένα υπέρογκο μπάτζετ. Τότε, η ιδιωτική τηλεόραση είχε ξεκινήσει να κάνει τα βήματά της από το 1991, υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός και οι παραγωγές έδιναν ρέστα. Το καλύτερο «όπλο» του ΑΝΤ1 τότε ήταν ο Κώστας Κουτσομύτης. Στην αρχή με τον «Κίτρινο Φάκελο» και μετά με την «Πρόβα Νυφικού».
-Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Κώστα Κουτσομύτη, κατά την διάρκεια των γυρισμάτων;
Υπήρξε μία εμβληματική προσωπικότητα. Για να βγει ένα επεισόδιο της σειράς, το γυρίζαμε μία εβδομάδα, γιατί ήταν με κινηματογραφικούς όρους. Η φωτογραφία της σειράς ήταν υψηλών προδιαγραφών. Έκανε μία πολύ προσεγμένη δουλειά με κινηματογραφική χροιά, ως άνθρωπος του σινεμά. Το ωραιότερο πράγμα που θυμάμαι, ήταν ο «οργασμός» πριν ξεκινήσει το γύρισμα. Τρέχαμε όλοι μέσα στην ένταση και το άγχος να προετοιμαστούμε. Από ηθοποιούς μέχρι φωτογράφους, μπουμ, βοηθούς, μακιγιάζ, κοστούμια. Ο Κώστας είχε δώσει ήδη τις εντολές του για όσα έπρεπε να γίνουν κι αργούσε να έρθει στο γύρισμα. Με το που έμπαινε στο σετ, σταματούσαμε όλοι και επικρατούσε μία σχεδόν θρησκευτική ησυχία. Σπουδαίος δάσκαλος. Ακουγόταν μόνο η φωνή του και η φωνή μας.
-Mετά από αυτόν τον ρόλο, «άνοιξαν» πιο εύκολα οι πόρτες για άλλες συνεργασίες;
Δεν έχω παίξει δεύτερους ρόλους στην τηλεόραση. Ούτε πριν την «Πρόβα», ούτε μετά αυτής. Είχα το άστρο να βρεθώ στο «Μινόρε της Αυγής», από εκεί όπου ξεκίνησα να έχω πολλές προτάσεις και στο θέατρο, και την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
-Θυμάστε εντάσεις ή σκηνές που σας δυσκόλεψαν μέχρι το τελικό αποτέλεσμα;
Τα γυρίσματα ήταν πολύωρα και πολυήμερα τις περισσότερες φορές. Μία τέτοια παραγωγή με τέτοιες αξιώσεις, είχε σχεδόν στο 80% της, δύσκολες σκηνές. Κατά βάση είχαν τεράστια δυσκολία οι ερωτικές σκηνές, δεδομένου ότι τότε το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη τόσο εξοικειωμένο με το γυμνό. Ήθελε τόλμη και αισθητική, πράγμα που φρόντιζε ο σκηνοθέτης μας. Έπρεπε να ξεπεράσουμε τις ντροπές και τις αναστολές μας και να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα που θα έβγαινε στο κοινό. Η πιο δύσκολη στιγμή που θυμάμαι, ήταν ένα μονοπλάνο με ένα steadycam. Το οποίο μονοπλάνο είχε μία διάρκεια περίπου 2,5 λεπτά. Σε αυτό το μονοπλάνο λοιπόν, εγώ επέστρεφα στο σπίτι και χειροδικούσα στην Άντζελα Γκερέκου. Δεν έβγαινε η σκηνή και μας έλεγε «πάλι και πάλι». Μετά μας φώναζε ξεχωριστά να την γυρίσουμε. Έπρεπε να φανεί η ταπείνωση και η βιαιότητα. Στο κλείσιμο της σκηνής, η Άντζελα ήταν στο πάτωμα και σήκωνε το κεφάλι. Σηκώνοντας το κεφάλι, η ίδια μάζευε και τα μαλλιά της για να φανεί το πρόσωπό της. Ε αυτό τον έκανε έξαλλο τον Κουτσομύτη και μας έλεγε «ξανά και ξανά». Μου έλεγε: «Δεν θα την αφήσεις να φτιάξει τα μαλλιά της».
Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Στην 7η και 8η λήψη υπήρχε ένταση η σκηνή και έπεφταν κι αληθινά χαστούκια. Και στην τελευταία σκηνή, για να σταματήσει το «μαρτύριο» της Άντζελας, όταν έπεσε κάτω, γονάτισα και της έπιασα τα μαλλιά με τρόπο ώστε να φαίνεται το πρόσωπο και της σήκωσα εγώ το κεφάλι, χωρίς να χρειαστεί να βάλει η ίδια το χέρι της. Κι έτσι τελείωσε η σκηνή. Επίσης, άλλη μία σκηνή που θυμάμαι δύσκολη ήταν όταν ήμουν ντυμένος με γερμανική στολή ως δωσίλογος και απολογούμουν. Πράγμα οξύμωρο για ένα «καθίκι» σαν εμένα να βάζω τα κλάματα και να «λυγίζω». Επίσης, συγκλονιστική σκηνή ήταν και αυτή που είχα με τον Ανδρέα Βουτσινά στον οίκο ανοχής που διατηρούσε η Πέμυ Ζούνη, που υποδυόταν τη «Ματίνα».
-Πώς διαχειριστήκατε την επιτυχία της σειράς έξω;
Εμείς δεν είχαμε μονάδα μέτρησης την AGB, αλλά τη «σφυγμομέτρηση» του κόσμου. Υπήρχε ένα παράδοξο με εμένα. Ήμουν το υπέρτατο «καθίκι» στη σειρά. Κακός χαρακτήρας. Οπότε ο κόσμος ήταν σε μια ανισορροπία, βλέποντας τον καλό και πράο μου χαρακτήρα στην πραγματική μου ζωή. Βέβαια, είχα την αντίληψη ότι πάντα το κακό γοητεύει και ιντριγκάρει το κοινό. Αυτός μου ο ρόλος είχε διχάσει το κοινό. Άλλοι με ταυτίζανε με τον ρόλο και άλλοι μου έλεγαν ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτόν και μου έδιναν συγχαρητήρια για το πόσο πειστικός είμαι. Είναι «ευκολάκι» να παίζεις ρόλους κοντά σε εσένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον να παίζεις «κόντρα» ρόλους.
-Τα νούμερα τηλεθέασης δεν τα παρακολουθούσατε καθόλου;
Όχι, δεν χρειαζόταν. Μόνο οι διευθυντές των καναλιών τα κοιτούσαν, δεν είναι όπως σήμερα που απολύονται άνθρωποι για τα νούμερα. Τότε τα νούμερα δεν «έπεφταν» στα κεφάλια των ηθοποιών, αλλά στην πολιτική του καναλιού. Εμείς καταλαβαίναμε ότι η σειρά πάει εξαιρετικά, από την αποδοχή και την αγάπη του κόσμου.
Πηγή:Λοιπόν